Το Πάσχα στην Κύπρο , σύμφωνα με τον μακαριστό εξέχοντα λαογράφο Γεώργιο Χ. Παπαχαρλάμπους , αποκαλείται στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα «Πάσκαν».
Όπως αναφέρει το αφιέρωνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Πάσχα ονομάζονται στην Κύπρο και οι εορτές των Χριστουγέννων και της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου, επειδή προηγούνται νηστείες. Οι άνθρωποι στα χωριά, αλλά και στις πόλεις εύχονται ο ένας στον άλλον « Καλό Πάσκαν να φθάσωμεν».
Ο κ. Παπαχαραλάμπους αναφέρει ότι παλιότερα την Μεγάλη Πέμπτη δεν εργάζονταν οι σιδηρουργοί για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους, διότι ο Πιλάτος τους ζήτησε τρία καρφιά για την Σταύρωση του Χριστού και αυτοί έκαναν περισσότερα.
Σύμφωνα με τον ίδιο τη Μ. Πέμπτη στις εικόνες των εκκλησιών κρεμούν μαύρα καλύμματα και το βράδυ γίνεται αναπαράσταση της Σταύρωσης. Ο ιερέας συνοδευόμενος από τους ψάλτες περιφέρει τον Εσταυρωμένο και τον τοποθετεί στο κέντρο του ναού.
Οι εκκλησιαζόμενοι έβαζαν κάτω από το αναλόγιο φιάλες με νερό για να αγιαστεί την ώρα που ο παπάς διάβαζε τα 12 ευαγγέλια. Το νερό αυτό χρησίμευε για αγιασμό και για το προζύμι των πασχαλινών άρτων. Το προζύμι αυτό το χρησιμοποιούσαν για ζύμωμα όλο το χρόνο, και αν χρειαζόταν να δανειστεί από αυτό άλλη οικογένεια, δεν έπρεπε να το δει ούτε ξένος ούτε ο ήλιος.
Την Μ. Παρασκευή σε ανάμνηση του όξους που έδωσαν στον Χριστό, όταν είπε «διψώ» πάνω στον σταυρό, συνηθίζουν να μαγειρεύουν φακές με ξύδι
Την Κυριακή του Πάσχα τρώνε κρέας, ψητό αρνί, το οποίο ήταν και είναι απαραίτητο στο πασχαλινό τραπέζι.
Η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Φρόσω Ηγουμενίδου σημειώνει σε σχετική μελέτη της ότι «το ψητό αρνί ήταν έδεσμα σπάνιο τον υπόλοιπο χρόνο, προορισμένο μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις και μεγάλες γιορτές. Ο αμνός (αρνί) είναι χριστιανικό σύμβολο. Ο ίδιος ο Χριστός ονομάζεται «ο Αμνός του Θεού»».
Η συγγραφέας Φλωρεντία Κυθραιώτη μας επεσήμανε ότι το Πάσχα των Ορθοδόξων είναι συνδεδεμένο με τον αμνό. Η ελληνική κουζίνα ακολουθώντας αυτούς τους συμβολισμούς, γιορτάζει το Πάσχα καταναλίσκοντας εν αφθονία τον πολυπόθητο αμνό. Κομματιαστό ή ολόκληρο, περασμένο σε σούβλα – το γνωστό οβελία – ψητό στο φούρνο, παραγεμιστό με τυρί, ρύζι και αρωματικά βότανα της ‘Ανοιξης, ο αμνός είναι το κύριο έδεσμα της σημαντικότερης γιορτής του έτους.
Στην Κύπρο, σημειώνει, η οποία δεν παρουσιάζει πολύ μεγάλες κλιματολογικές αλλαγές οι διαφορές αυτές είναι σχεδόν δυσδιάκριτες, αλλά όταν τις ψηλαφούμε είναι πολύ ενδιαφέρουσες.
Το κατ΄ εξοχήν, όμως, πασχαλινό κυπριακό έδεσμα, σύμφωνα με την καθηγήτρια Φρόσω Ηγουμενίδου, είναι οι «φλαούνες» που φτιάχνονται το Μ. Σάββατο.
Η λέξη θεωρείται ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό παλάθη – flado «flaon» φλαούνα (η παλάθη ήταν παρασκεύασμα με ξηρά φρούτα. Από την παραμονή ετοιμάζεται η γέμιση, ο «φουκός», από τριμμένο ειδικό τυρί που γίνεται αυτή την εποχή του χρόνου, προζύμι, πολλά αυγά, σταφίδες και διάφορα μυρωδικά, όπως μέχλεπι, μαστίχα, δυόσμο, κανέλα. Για κάθε «φλαούνα», ορισμένη ποσότητα γέμισης τοποθετείται σε φύλλο ζύμης, ανοιγμένο σε μικρή πίτα, που διπλώνεται στα πλευρά σε τετράγωνο, τρίγωνο ή στρογγυλό σχήμα. Οι «φλαούνες» αλείφονται με αυγό και σουσάμι και ψήνονται στο φούρνο. Τρώγονται μετά την Ανάσταση το Μεγάλο Σάββατο.
Οι προετοιμασίες για το Πάσχα ξεκινούν από την αρχή της Μ.Εβδομάδας, ακόμα κι από το «Σάββατο του Λαζάρου». Μικρά παιδιά γύριζαν, σήμερα αυτό γίνεται ίσως σε μερικά χωριά, από σπίτι σε σπίτι για να πούν τον Λάζαρο ή το τραγούδι του Λαζάρου
«’Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ’Α ‘Αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν».
Ακολουθεί στον ίδιο ρυθμό ολόκληρη η ιστορία της ανάστασης του Λαζάρου που μοιάζει προπομπός της Ανάστασης του Χριστού. Σαν αμοιβή προσφέρονταν στα παιδιά αυγά, κάτι που αφθονούσε στα σπίτια, αφού η νηστεία των ημερών δεν ευνοούσε την κατανάλωσή τους. Ήταν όμως και πολύ χρήσιμα γιατί άλλα θα τα «κοκκινήσουν» θα τα βάψουν δηλαδή οι νοικοκυρές κόκκινα για το πατροπαράδοτο τσούγκρισμα… και άλλα θα γίνουν «φουκός» -γέμισμα δηλαδή- για τις φλαούνες.
Ένα άλλο τραγούδι για τον Λάζαρο, τα κόκκινα αυγά και το έθιμο του τσουγκρίσματος των αυγών μετά την Ανάσταση είναι και το ακόλουθο:
«Ο Λάζαρος ο Δήμητρος
Ο κότσιηνο πεθύμητος
Ακούσαν τον οι όρνιθες
Τζ’Α (και) εκάτσαν να γεννήσουν
Τ’Α αυκά να κοτσιηνήσουν (κοκκινήσουν)»
Τη Μεγάλη Παρασκευή οι πιστοί πάνε να παρακολουθήσουν την Αποκαθήλωση και τα εγκώμια. Το στόλισμα του Επιταφίου με λουλούδια και γενικά η όλη τελετή θυμίζει την αρχαία γιορτή των Κυπρίων τα Αδώνια, στην οποία απαντώνται και άλλα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας, όπως λ.χ. η Ανάσταση του Λαζάρου, λέει ο λαογράφος Α. Ρουσουνίδης..
Γύρω στο μεσημέρι της Μ. Παρασκευής ο Επιτάφιος είναι κιόλας στολισμένος από άνθη.Τα λουλούδια του Επιταφίου που τα μοιράζει ο παπάς στους πιστούς όταν τον προσκυνούν, φυλάγονται για θυμίαμα για τους αρρώστους.
Στον Καραβά της κατεχόμενης σήμερα Κερύνειας και στην Επταγώνια της Λεμεσού τα λουλούδια του Επιταφίου δίδονταν στον μεταξοσκώληκα για να ευλογηθεί και να κάμει πλούσιο μετάξι.
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών συνηθίζουν να παίρνουν στον Επιτάφιο τα γνωστά αγριολούλουδα που μοιάζουν πολύ με τη λεβάντα, τις μυροφόρες. Και τις θεωρούν απαραίτητες για το στόλισμα του Επιταφίου, ίσως προς ανάμνηση των Μυροφόρων, αλλά και για το γλυκύ, λεπτό άρωμα τους. Πολύ βασικό αρωματικό φυτό της Κύπρου στο στόλισμα του Επιταφίου ήταν η μυρσίνη, η μερσινιά όπως τη λέει ο λαός. αποτελούσε τη βάση, τον κορμό του στολισμού, πάνω στον οποίο στήριζαν τα υπόλοιπα λουλούδια
Το απόγευμα κυρίως στις πόλεις μικροί και μεγάλοι πηγαίνουν από τη μια εκκλησιά στην άλλη για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο και να δούνε σε ποιά εκκλησία είναι καλύτερα στολισμένος.
Το Μ. Σάββατο το πρωί κατά την «Πρώτη Ανάσταση», όταν ο ιερέας ψάλλει «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γη», σκορπίζοντας δάφνες στην εκκλησία, πέφτουν τα μαύρα καλύμματα από τις εικόνες και το εκκλησίασμα χτυπά δυνατά τα στασίδια.
Στη συνέχεια αρχίζουν από νωρίς οι προετοιμασίες για την Ανάσταση. Πρώτο μέλημα το μάζεμα των ξύλων για το άναμμα της φωτιάς, «της Λαμπρατζιάς» στην αυλή της εκκλησίας. Κι εδώ συναγωνισμός για το ποιός θα φέρει το πιο μεγάλο ξύλο «τον κούζαλο» γιατί η μεγάλη φωτιά πρέπει να διαρκέσει μέχρι πρωϊας.
Τα μεσάνυχτα με το «Δεύτε λάβετε φώς…» όλοι θα ανάψουν τις λαμπάδες από το ‘Αγιο Φώς και θα ακολουθήσει η λιτανεία γύρω από την εκκλησία.
Ο ιερέας θα διαβάσει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης και με το «Χριστός Ανέστη…». Μετά την Λειτουργία ο κόσμος πάει σπίτι του και όλη η οικογένεια θα απολαύσει τη ζεστή σούπα, την αυγολέμονη ή την μαγειρίτσα, και την βραστήν όρνιθα. Θα τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά και θα είναι νικητής όποιου το κόκκινο αυγό μείνει γερό μέχρι το τέλος. Το γερό αυγό ο νικητής θα το φυλάξει ολόχρονα. Και βέβαια η φλαούνα έχει στο τραπέζι την τιμητική της θέση.
Η Δεύτερη Ανάσταση (Εσπερινός της Αγάπης) θα γίνει το απόγευμα της Κυριακής. Σε πολλούς ναούς, ιδίως στην Αρχιεπισκοπή και στις Μητροπόλεις, η ακολουθία γίνεται το πρωί και το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε γλώσσες.
Η ακολουθία αυτή δίνει την ευκαιρία της συμφιλίωσης και της αδελφοσύνης. Οι χωριανοί και οι ενορίτες ανταλλάσσουν ασπασμούς και το φιλί της αγάπης. Συνοδευτικά Έθιμα του Εσπερινού είναι η λιτανεία των Εικόνων και ο χορός, που αρχίζει με τραγούδια και κάποτε τον σύρει ο ίδιος ο παπάς.
Το απόγευμα της Κυριακής κλείνει συνήθως το κάψιμο του Ιούδα, έθιμο σχεδόν Πανελλήνιο. Στη Κύπρο όμως τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας έφτιαχναν το είδωλο του Ιούδα σατυρίζοντας τους ξένους και τον έντυναν σαν σύγχρονο της εποχής ‘Αγγλο με το ημίψηλο καπέλο και το μπαστούνι του.
Την Κυριακή του Πάσχα τρώνε κρέας, ψητό αρνί, το οποίο ήταν και είναι απαραίτητο στο πασχαλινό τραπέζι.
Άλλα κυπριακά εδέσματα του Πάσχα είναι:
– Η Αυκωτή από ζυμάρι σχήμα θήκης με κόκκινα αυγά.
-Η Πασκιά, Πασχαλινή πίτα με γέμιση. Οι «πασκιές», πήραν το όνομά τους από το Πάσχα. Η γέμισή τους αποτελείται από μικρά κομμάτια τηγανισμένου κρέατος, αρνιού ή εριφιού, με κανέλα, πιπέρι και κρεμμύδια, ανακατεμένου με «φουκό» (γέμιση) των «φλαούνων»
-Το Πασχαλινό πουργούρι με κατσίκι. Πρόκειται για επιβίωση του πανάρχαιου χριστιανικού εθίμου των συμποσίων-αγαπών σε χωριά της κυπριακής υπαίθρου.
Στο χωριό ‘Αγιος Δημήτριος Μαραθάσας καταγράφεται από τον Κ. Κοκκινόφτα (1989, 38) ότι την Κυριακή του Πάσχα, οι κάτοικοι αφού παρακολουθούσαν την λειτουργία της Ανάστασης και μεταλάμβαναν, συγγχωρώντας ο ένας τον άλλο μαζεύονταν όλοι στην αυλή της εκκλησίας όπου κάθονταν σε κοινό τραπέζι και διασκέδαζαν μέχρι αργά. Κάθε οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία με καλάθια που περιείχαν παξιμάδια, φλαούνες, χαλούμια, αυγά κόκκινα. Ο παπάς τα ευλογούσε διαβάζοντας ειδική ευχή, την «ευχή των καλαθιών». Το έθιμο αυτό έχει πλέον εξαλειφθεί από τα χωριά της υπαίθρου.
Από τα πιο γνωστά πασχαλινά παιχνίδια είναι «οι Σούσες», ή «Κούνιες» έχει τη ρίζα του στην Αρχαία Αθήνα. Πάρα πολύ γνωστά ήσαν τα τραγούδια της σούσας, ωραιότατα δίστιχα, κατά το πλείστον ερωτικά.