Μπορεί ο καιρός στη βόρειο Ελλάδα να μην ήταν σύμμαχος, αλλά οι κάτοικοι του Καλαμπακίου Δράμας δεν πτοήθηκαν στο να αναβιώσουν για μια ακόμη χρονιά το παραδοσιακό έθιμο του «κουρμπανιού», ανήμερα της εορτής του Αγίου Αθανασίου. Με αυτόν τον τρόπο κράτησαν ζωντανές τις παραδόσεις και τα έθιμα των προγόνων τους.
Μια παράδοση που δεν έχει ξεχαστεί 96 χρόνια τώρα, καθώς χρονολογείται από το 1922 και ανάγεται στους κατοίκους από το Κρυόνερο της ανατολικής Θράκης. Οι πρόσφυγες από τις αλησμόνητες πατρίδες που εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι Δράμας, αλλά και σε άλλες ακριτικές περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας, δεν ξέχασαν ποτέ όσα τους ένωναν με τις πατρογονικές εστίες, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, γιορτές και τραγούδια, πανηγύρια και γλέντια, που δεν αφήνουν το μυαλό να ξεχάσει και τις μνήμες να ξεφτίσουν στο πέρασμα του χρόνου.
Από το 1979, έτος ίδρυσης του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου, το «κουρμπάνι» αναβιώνει και οργανώνεται με την αποκλειστική ευθύνη των μελών του συλλόγου ή αλλιώς των «κουρμπανατζήδων», των ανθρώπων δηλαδή, που κάθε χρόνο επιφορτίζονται με την ευθύνη να προσφέρουν την εθελοντική εργασία και το μεράκι τους για την πραγματοποίηση αυτού του ιστορικού εθίμου που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Θεός, κάθε χρόνο, το ξημέρωμα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, έστελνε στο προαύλιο του ναού των Κρυονεριτών ένα ελάφι, το οποίο αφού ξεκουραζόταν, «θυσιαζόταν» με την ευλογία του ιερέα νωρίς το πρωί της γιορτής από τους «κουρμπανατζήδες», οι οποίοι το μαγείρευαν και στη συνέχεια το μοίραζαν σε όλους τους κατοίκους. Το φαγητό αυτό ονομάστηκε κουρμπάνι που στην τουρκική γλώσσα (kurban etmek = θυσία) έχει την έννοια της θυσίας και της προσφοράς.
Μια χρονιά που τα χιόνια ήταν πολλά, το ελάφι άργησε να έρθει και οι «κουρμπανατζήδες» θορυβημένοι από την καθυστέρηση, επέσπευσαν τη θυσία χωρίς να το αφήσουν να ξεκουραστεί, όπως το έθιμο απαιτούσε. Έκτοτε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε, ίσως γιατί, όπως πίστευαν οι Κρυονερίτες, ο Θεός θύμωσε μαζί τους επειδή δεν τήρησαν τους κανόνες της θυσίας. Από τότε, στη θέση του ελαφιού χρησιμοποιούσαν ταύρο ή αγελάδα.
«Το “κουρμπάνι” είναι κοινωνία ανθρώπων», επισημαίνει η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου, Αθανασία Θεοδωρίδου, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Σε αυτή την κοινωνία ανθρώπων όλοι προσέφεραν και όλοι ελάμβαναν και το ίδιο ακριβώς γίνεται μέχρι σήμερα. Όταν βγαίνουμε στο χωριό γυρνάμε σπίτι- σπίτι σε όλους τους κατοίκους φτωχούς ή πλούσιους κι ο καθένας δίνει από το πλεόνασμα ή το υστέρημά του. Όταν θα έρθει η ώρα να χτυπήσει η καμπάνα για να διανεμηθεί το κουρμπάνι, τότε όποιος προσέφερε έχει δικαίωμα να λάβει. Αυτό είναι κοινωνία ανθρώπων κι αυτό είναι το πιο διαχρονικό μήνυμα», υπογραμμίζει.
Οι δύσκολες εποχές ήταν που γέννησαν τα πανηγύρια
«Τα πανηγύρια τα οποία κρατήθηκαν μέχρι σήμερα, τα γέννησαν οι δύσκολες εποχές», τονίζει η κ. Θεοδωρίδου, για να συμπληρώσει: «Τα πανηγύρια ήταν για τις δύσκολες μέρες όχι για τις καλές. Για το λόγο αυτό συνεχίζουμε να αναβιώνουμε κάθε χρόνο το έθιμο αυτό, για να φέρουμε τον κόσμο πιο κοντά. Από το 1922, που ήρθαν οι πρόσφυγες στο Καλαμπάκι, το έθιμο δε σταμάτησε ούτε για μια χρονιά να πραγματοποιείται».
Δεν είναι μάλιστα τυχαίο η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, που όχι μόνο διασκεδάζουν, αλλά προσφέρουν σημαντική βοήθεια στη διοργάνωση του πανηγυριού. «Εξάλλου» όπως επισημαίνει η κ. Θεοδωρίδου, που συμπληρώνει ότι «οι νέοι είναι οι συνεχιστές αυτών των παραδόσεων που έφεραν μαζί τους οι προγονοί μας».
Κάθε χρόνο με την επιμέλεια και τη συμμετοχή του Πολιτιστικού Συλλόγου συγκροτείται επιτροπή κουρμπανιού. Οι «κουρμπανατζήδες» και τα μέλη του συλλόγου συγκεντρώνουν απ’ όλους τους κατοίκους προσφορές σε σιτάρι, καλαμπόκι ή χρήματα. Νωρίς το πρωί, συγκεντρώνονται όλοι οι εθελοντές κάθε ηλικίας και ξεκινούν πεζοί ή με αυτοκίνητα να τους συνοδεύουν για να φορτώνουν τις προσφορές σε καλαμπόκι.
Με κέφι και χτυπώντας τους τενεκέδες γυρνάνε όλο το χωριό, πόρτα-πόρτα, σε όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια ζητώντας τη συνδρομή των κατοίκων για να γίνει το κουρμπάνι. Με τα χρήματα που συγκεντρώνονται και την πώληση του καλαμποκιού που προσφέρθηκε αγοράζονται οι αγελάδες που θα χρησιμοποιηθούν στο κουρμπάνι. Το σιτάρι που συγκεντρώνεται και προσφέρεται θα γίνει πλιγούρι, για να βράσει στη συνέχεια μαζί με το κρέας.
Το απόγευμα της παραμονής του πανηγυριού στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από το 1908, τελείται μέγας πανηγυρικός εσπερινός και πραγματοποιείται η περιφορά της εικόνας του Αγίου Αθανασίου. Παράλληλα, τοποθετούνται στο προαύλιο της εκκλησίας τα καζάνια που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του «κουρμπανιού». Το κρέας τεμαχίζεται και μπαίνει στα καζάνια. Μόλις πέσει η νύχτα ξεκινάει το γλέντι στις ταβέρνες του Καλαμπακίου με νταούλια και ζουρνάδες. Αργά το βράδυ ανάβει η φωτιά στα καζάνια και ξεκινάει το βράσιμο του κρέατος.
Ανήμερα της γιορτής, τελείται θεία λειτουργία. Ακολουθεί ο χορός στην πλατεία και το γλέντι ανάβει με περιπλανώμενους οργανοπαίχτες στις υπαίθριες καντίνες που έχουν στηθεί. Παράλληλα, στο χώρο του κουρμπανιού οι «κουρμπανατζήδες» ετοιμάζουν το πλιγούρι που βράζει στο ζωμό του κρέατος.
Αργά το μεσημέρι, αφού έχει ολοκληρωθεί η παρασκευή του «κουρμπανιού», χτυπούν οι καμπάνες οι οποίες καλούν τον κόσμο να έρθει στο προαύλιο της εκκλησίας για ν’ αρχίσει η διανομή του. Ο ιερέας διαβάζει μια ευχή και ευλογεί το κουρμπάνι. Αμέσως μετά τα μέλη του Συλλόγου το μοιράζουν σε όλους τους κατοίκους, αλλά και σε όλους όσους βρίσκονται στο Καλαμπάκι εκείνη τη μέρα.
Μετά τη διανομή του φαγητού, οι «κουρμπανατζήδες» μαζί με όλους τους προσκεκλημένους, ξεκινούν το χορό από το προαύλιο της εκκλησίας και τον οδηγούν στην πλατεία, όπου και τον συνεχίζουν με τη συνοδεία νταουλιών και ζουρνάδων.