Η ενίσχυση της έρευνας των πανεπιστημιακών σχολών στο Ρέθυμνο, η προσέλκυση νέων επιστημόνων, η συγκέντρωση όλων των σχετικών ερευνητικών δραστηριοτήτων, είναι ο σκοπός του Κέντρου Ερευνών και Μελετών στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου.
Ο φάκελος για την επέκταση του κτηρίου, με διεκδίκηση ένταξης του έργου στο ΕΣΠΑ- δυο επιπλέον κτηριακές υποδομές, νοτιοανατολικά των υφιστάμενων – βρίσκεται στη Διαχειριστική Αρχή της Περιφέρειας.
Όπως τονίζει ο Διευθυντής του ΚΕΜΕ, Κοσμήτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Σκεύος Παπαϊωάννου στο GOODnet.gr, έχει γίνει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για το έργο αυτό από τις τεχνικές υπηρεσίες και όλους όσοι εμπλέκονται από το πανεπιστήμιο και ο φάκελος είναι στη φάση του ελέγχου. Έχουν γίνει παρατηρήσεις για ζητήματα που έπρεπε να διορθωθούν και το επόμενο διάστημα θα γίνει γνωστό αν θα επιλεγεί το έργο για προώθηση ένταξής του στο ΕΣΠΑ.
Πρόκειται για ένα έργο προϋπολογισμού 3,5 εκ. ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει δύο κτήρια, 1.200 τ.μ.
Το ΚΕΜΕ ήταν όνειρο δεκαετιών για το Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο, ως κάτι αντίστοιχο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Έρευνας στο Ηράκλειο, ωστόσο πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνει πραγματικότητα. Μάχη για αυτό έδωσαν πολλοί πανεπιστημιακοί όπως ο σημερινός του Διευθυντής κ. Παπαϊωάννου, αλλά και ο προκάτοχός του Μιχάλης Δαμανάκης.
«Δεν νοείται σε ένα πανεπιστήμιο να μην υπάρχει ένας ερευνητικός φορέας που να συμπληρώνει το ρόλο του πανεπιστημίου. Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι εκτός από τη διδασκαλία, να παράγει γνώση και να την διαχέει στην κοινωνία, μέσα από την έρευνα», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαιωάννου.
Το ΚΕΜΕ σύμφωνα με τον ίδιο θα συγκεντρώσει τα 11 ερευνητικά εργαστήρια και θα φέρει τη συνεργασία και την καλύτερη επικοινωνία μεταξύ τους, ως ένας χώρος που επιτελείται έρευνα όλων των ειδών.
«Το πλεονέκτημα στο Ρέθυμνο είναι ότι εκτός από τα επιστημονικά πεδία που εκπροσωπούνται στα τμήματα, υπάρχουν και επιμέρους ειδικότητες. Ένας τεράστιος πλούτος ιδεών και γνώσεων δηλαδή και θα μπορούσε να επιτελείται έρευνα που θα ήταν προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας και των τοπικών κοινωνιών, κάτι που ακόμη δεν έχουν καταλάβει οι τοπικοί φορείς. Κάποιοι έχουν κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες για συνεργασία με διάφορους φορείς στην τοπική κοινωνία για συνεργασία, δεν έχουν ευοδωθεί ποτέ», σημειώνει.
Η έρευνα κοστίζει, λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, και ταυτόχρονα αναρωτιέται γιατί στην κοινωνία και τους τοπικούς φορείς έχει εντυπωθεί ότι ένας πεζόδρομος, ένα αποχετευτικό έργο ή ένα έργο οδοποιίας χρειάζεται μελέτη και μάλιστα, όπως τονίζει, πληρωμένη αδρά και δεν χρειάζεται η επιστημονική έρευνα για κοινωνικά θέματα.
«Δεν υπάρχει αυτονόητα η γνώση και μάλιστα όταν έχεις να κάνεις με κοινωνικά προβλήματα πρέπει να κάνεις συγκεκριμένη έρευνα. Θα πρέπει το κάθε πρόβλημα να μελετηθεί σε βάθος ως προς τα αίτια, την πορεία του, τις παρενέργειες».
Το γεγονός των περικοπών και στην παιδεία είναι δυσβάσταχτο για τα πανεπιστήμια, τα οποία όμως -και κυρίως οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές σχολές- δεν είχαν ποτέ τέτοιους πόρους που να τους επιτρέπουν να παράγουν ουσιαστικό και σε διάρκεια χρόνου έργο.
«Ποτέ δεν υπήρχαν πόροι για έρευνα. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν κάνεις έρευνα μόνο όταν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά χρειάζεται και η έρευνα βάσης όπου συνολικότερα παρατηρείς και εξετάζεις μετασχηματισμούς στην οικονομία, την κοινωνία, τα κοινωνικά προβλήματα για να έχεις μια συνολικότερη άποψη για το πού πάει η κοινωνία. Δεν υπάρχει ούτε ένα ευρώ γι’ αυτά.
Για να κάνεις όμως κοινωνική πολιτική, πρέπει να ξέρεις ακριβώς τα προβλήματα, να γίνει καταγραφή ως προς την ποσότητα και την ένταση, να βρεις τα αίτια που αναδεικνύουν το θέμα για να λάβεις μέτρα και να κάνεις δράσεις», εξηγεί ο κ. Παπαϊωάννου, επιχειρηματολογώντας για την ανάγκη ενός Κέντρου Ερευνών και Μελετών των κοινωνικών επιστημών. Μακριά από ευκαιριακές και αποσπασματικές δράσεις, με ουσία και προτάσεις.