Για λίγο άφησε την απομόνωσή του, τα βουνά και τα ρέματα, τους αγαπημένους του περιπάτους σε ένα χωριό έξω από τα Τρίκαλα, όπου ζει εδώ και δεκατρία χρόνια, και ήρθε για παραστάσεις στην Αθήνα. Όχι πολλές. Εμφανίζεται στον «Σταυρό του Νότου» μόνο τις Δευτέρες και οι φανατικοί θαυμαστές του πιάνουν τραπέζι ή θέση στο μπαρ για να τον ακούσουν με τη συνηθισμένη ευλαβική προσοχή.

Ο Σωκράτης Μάλαμας συστήνεται ως «εσωτερικός μετανάστης», εξηγώντας ότι ζει σε ένα χωριό έξω από τα Τρίκαλα και ας γεννήθηκε στη Χαλκιδική. «Πρακτικές σκέψεις» τον οδήγησαν εκεί θέλοντας να μοιράσει την απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη. «Είχα μείνει δύο χρόνια στα βουνά, στο Περτούλι και στην Ελάτη, μου άρεσε, όπως η ευθύτητα των ανθρώπων εκεί», δηλώνει στην Καθημερινή.

Στα προγράμματα που φτιάχνει, στόχος του είναι η επικοινωνία και η παρέα. «Αν είμαι σε άλλο κόσμο και το κοινό αλλού, φεύγω. Οι μικρές παρέες είναι πάρεργο της ανάγκης». Πολύ περισσότερο τώρα που «χρειάζεται μια συσπείρωση». «Είχαμε αποχαλινωθεί τελείως και οι 30άρηδες είχαν απομονωθεί από κοινές δράσεις.

Από τις βλακείες της φούσκας περάσαμε μια εικοσαετία ταλαιπωρημένοι βαθιά. Έκανα καβγά σε παράσταση στη Β. Ελλάδα, γιατί σε ένα τραπέζι κολλητά μου στη σκηνή, κραύγαζαν για τις τιμές των μετοχών σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Δεν με πειράζει να μιλάνε, η επίδειξη με ενοχλεί. Πρέπει να ξέρουν πού πηγαίνουν. Μια ελαφρά διάκριση των δράσεών μας δεν βλάπτει κανέναν».

«Η κρίση έφτασε και στα χωριά. Πρόσφατα μια γυναίκα, έχοντας το παιδί της στην αγκαλιά, σταμάτησε τη σύντροφό μου και της ζήτησε δουλειά. Εκείνη τη ρώτησε πού μπορεί να την αναζητήσει αν βρει κάτι, και η απάντηση της γυναίκας ήταν: «Εδώ, στον δρόμο». Αυτή η εικόνα ήταν άγνωστη στην επαρχία. Τώρα βλέπεις ζητιάνους από διαφορετικές φυλές να περιφέρονται άσκοπα. Ζούμε μια περίεργη περίοδο, που δεν την είχαμε προβλέψει. Ποιος φανταζόταν την Αθήνα να έχει μετατραπεί σε γκέτο, το οποίο φοβάσαι να περάσεις».

«Ποτέ δεν έβλεπα κάτι θαυμαστό εδώ γύρω. Τώρα που μελετάω διάφορα ιατρικά συγγράμματα, βλέπω ότι ίσως ήμουν καταθλιπτικός. Δεν έχω κάτι βαρύ μέσα μου, απλώς το έργο που έβλεπα έξω μου φαινόταν παράλογο, δεν είχε λογική. Το έβλεπα σαν πανηγύρι τρελών. Δεν μπορεί, λ.χ., να διατυμπανίζεις ότι βρισκόμαστε στο κέντρο ενός πολιτισμού, που για βάση του έχει τη λογική θέση και παράλληλα να βλέπεις την Αμερική να επιτίθεται σε διάφορους λαούς, για τα καύσιμα.

Έβλεπα ότι, γύρω μου, όλοι εξυπηρετούσαν αυτό το καθεστώς. Έβλεπα μια συνέχεια του φεουδαρχισμού, χωρίς να είμαι κάποιος αριστερός οργανωμένος. Το έβλεπα λοιπόν, σαν τη συνέχεια του έργου ο βασιλιάς, η βασίλισσα, οι υπήκοοι σκλάβοι και οι διαχειριστές. Όπως παλιά που ο μισός πληθυσμός ήταν στα νησιά και οι άλλοι μιλούσαν για τη λογική θέση. Σε αυτήν τη λογική θέση δεν βρήκα ποτέ θέση από τα 15 μου, που σκέφτομαι όλα αυτά».

Τα συζητάει και με τα παιδιά του όλα αυτά. Στις μικρές και μεγάλες τους βόλτες. «Τα δηλητηριάζω συνειδητά». Τους βάζει ένα θέμα και ανοίγουν συζήτηση. Όπως ήταν η συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στους αλλοδαπούς. «Προσέξτε, είναι ίδιοι με σας», τους λέω». «Δεν θέλω να είναι κανονικοί. Δεν με ενδιαφέρει η κανονικότητα. Είναι αρκετά κοινωνικά παιδιά για να φτάσουν στο σημείο να αισθανθούν οff». Ο μεγάλος του είναι 29, ακολουθεί η κόρη, 21, και από τον δεύτερο γάμο του, η μικρότερη, 13 χρόνων, και ο βενιαμίν της οικογένειας, που είναι 10. «Όλα τους είναι καλοί ακροατές και ασχολούνται με τη μουσική».