Τα επιστημονικά τους ξίφη, διασταυρώνουν -μέσω επιστολών τους προς το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων- Ολλανδοί και Έλληνες επιστήμονες της Ακουστικής με αφορμή πρόσφατο άρθρο της βρετανικής εφημερίδας Guardian που παρουσίαζε σχετική έρευνα των πρώτων ως καταρρίπτουσα τον «μύθο» της καλής ακουστικής του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου.
Σε απάντηση τους στη χθεσινή επιστολή του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής περί «προσπάθειας εντυπωσιασμού από την πλευρά της Βρετανίδας δημοσιογράφου ή και της ομάδας Ολλανδών συναδέλφων» οι καθηγητές του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Αϊντχόβεν, Rémy Wenmaekers και Constant Hak τονίζουν ότι δεν κυνήγησαν τη «γρήγορη φήμη», ότι η ακουστική των τριών θεάτρων που ερεύνησαν ποτέ δεν είχε προηγουμένως εξεταστεί με τόση λεπτομέρεια, και ότι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν τα συμπεράσματά τους με τους επιστήμονες του ΕΛΙΝΑ.
Ανταπαντώντας, εκ μέρους του ΕΛΙΝΑ, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών Γιάννης Μουρτζόπουλος επισημαίνει ότι η αντίδραση του Ινστιτούτου σχετίζεται με το χαρακτήρα υπερβολής και εντυπωσιασμού, με τον οποίο η Guardian παρουσίασε τα αποτελέσματα, και ότι η εστίαση σε πειράματα με ήχους νομισμάτων και ψιθύρων αγνοεί ότι «η καταληπτότητα ομιλίας που εκφέρεται κατά τις θεατρικές παραστάσεις, είναι τουλάχιστο καλή, ακόμη και στη μακρύτερη απόσταση και για ακροατήρια μεγαλύτερα των 10.000 ατόμων».
Αναφέρει επίσης ότι θα ζητήσει διευκρινήσεις για τεχνικά θέματα της έρευνας καθώς και δεδομένα, διότι υπάρχουν διαφορές με τα αποτελέσματα προηγούμενων δημοσιεύσεων, που δείχνουν ότι η ακουστική του θεάτρου είναι εξαιρετική ή καλή.
«Η δήλωση του ΕΛ.ΙΝ.Α. στο ΑΠΕ-ΜΠΕ φαίνεται να περιέχει μια σειρά λανθασμένων υποθέσεων και θα θέλαμε πολύ να εκφράσουμε την άποψή μας για το θέμα αυτό», επισημαίνουν στην επιστολή τους, που απέστειλαν σήμερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι Ερευνητές του Αϊντχόβεν: «Πιστεύουμε ότι πρέπει να απαντήσουμε στη δήλωση του ΕΛ.ΙΝ.Α., η οποία γράφτηκε σε απάντηση στο άρθρο της Guardian για την έρευνά μας, σε τρία ελληνικά θέατρα. Η ετικέτα που έβαλε το HELINA στην έρευνα μας, ότι ήταν “ένας γρήγορος τρόπος να κερδίσουμε πέντε λεπτά φήμης”, δεν ταιριάζει με τα γεγονότα ούτε τις προθέσεις μας. Κάναμε μια περίπλοκη μελέτη με περίπου 11.000 μετρήσεις. Η ακουστική των τριών θεάτρων που ερευνήσαμε ποτέ δεν είχε προηγουμένως εξεταστεί με τόση λεπτομέρεια. Ήμασταν σε θέση να πραγματοποιήσουμε τόσο πολλές μετρήσεις λόγω νέων, ταχύτερων και ακριβέστερων τεχνικών μέτρησης, οι οποίες δεν ήταν διαθέσιμες ακόμα σε προηγούμενες μελέτες. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που δεν μπόρεσαν να βρουν οι προηγούμενες μελέτες. Οι μετρήσεις έγιναν στην Ελλάδα την άνοιξη του 2015.
Μας πήρε ένα χρόνο για να αναλύσουμε τον μεγάλο όγκο δεδομένων. Παρουσιάσαμε τα αποτελέσματά μας για πρώτη φορά στο ακουστικό συνέδριο ICSV 2016 στην Αθήνα και αργότερα στο Συνέδριο Acoustics ’17 στη Βοστώνη τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Μόνο τον μήνα Οκτώβριο του 2017, προσεγγίσαμε τον Τύπο, που οδήγησε στο άρθρο του Guardian. Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν είχαμε καμία βιασύνη, και ότι δεν κυνηγούσαμε τη «γρήγορη φήμη». Σε αντίθεση με όσα δηλώνει το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής , έχουμε κάνει πολύπλοκη βιβλιογραφική έρευνα στον τομέα της ακουστικής και γνωρίζουμε ότι προηγούμενες μελέτες κατέληξαν σε άλλα συμπεράσματα από ότι εμείς. Η διαφορά στα ευρήματα μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι είχαμε διαθέσιμες νεότερες, ακριβέστερες τεχνικές που μας επέτρεψαν να καταλήξουμε σε πιο έγκυρο συμπέρασμα. Ένα από τα ευρήματα της έρευνάς μας, που παρουσιάστηκε το 2016, είναι ότι η ακουστική ποιότητα των θεάτρων είναι καλή, αλλά όχι άριστη, και μόνο πολύ δυνατές φωνές μπορούν να γίνουν κατανοητές σε όλο το θέατρο.
Το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής φαίνεται ότι αγνόησε αυτό το αποτέλεσμα και αναφέρει ότι επικεντρώσαμε στις αδύναμες φωνές, κάτι που ισχύει μόνο για τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν τον Ιούλιο του 2017. Συμφωνούμε με τη δήλωση του Ελληνικού Ινστιτούτο Ακουστικής του ΕΛ.ΙΝ.Α. ότι η ακουστική πιθανότατα να ήταν διαφορετική στο παρελθόν. Στην έρευνά μας δεν κάνουμε δηλώσεις σχετικά με την ακουστική ποιότητα στην αρχαιότητα. Ερευνήσαμε μόνο τη σημερινή ακουστική ποιότητα και όλα τα συμπεράσματα αναφέρονται στην τρέχουσα κατάσταση και τη χρήση των θεάτρων. Παρόλο που δεν ήταν ο πυρήνας της μελέτης μας, θέσαμε κάποια κριτήρια ώστε να μπορούμε να επαληθεύσουμε τους πανταχού παρόντες ισχυρισμούς για την παρούσα ακουστική ποιότητα των θεάτρων.
Αυτό περιλαμβάνει ισχυρισμούς όπως ότι “κάποιος μπορεί να ακούσει στη σκηνή να ψιθυρίζει ακόμα και στην τελευταία σειρά καθισμάτων”. Αυτή ήταν μια προσπάθεια να καταστούν τα ερευνητικά αποτελέσματα πιο προσιτά. Ελπίζουμε να συζητήσουμε για άλλη μια φορά τα συμπεράσματά μας με τους Έλληνες συναδέλφους μας του ΕΛ.ΙΝ.Α., στους οποίους απευθυνθήκαμε και προηγουμένως, παρουσιάζοντας τα πρώτα μας ευρήματα στην Αθήνα, ώστε να μπορέσουμε να προωθήσουμε την επιστήμη της ακουστικής μαζί. Θέλουμε να τονίσουμε ότι θαυμάζουμε και σεβόμαστε πολύ τα αρχαία ελληνικά θέατρα. Είναι πολύ ξεχωριστά κτίρια, μοναδικά στην ιστορία και την ατμόσφαιρά τους και τα οποία αξίζει να τα δουν όλοι», δηλώνουν στην επιστολή τους στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προς απάντηση στο Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής ΕΛ.ΙΝ.Α. οι Ερευνητές-Καθηγητές του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Αϊντχόβεν, Rémy Wenmaekers και Constant Hak.
Την ίδια ώρα, σε απάντησή του σήμερα στους Ολλανδούς επιστήμονες Ακουστικής, το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής, απέστειλε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία διευκρινίζει ότι το ΕΛ.ΙΝ.Α. «ποτέ δεν αμφισβήτησε τις μεθόδους μέτρησης των Ολλανδών συναδέλφων».
Συγκεκριμένα, η απάντησή του ΕΛ.ΙΝ.Α. αναφέρει: «Το δελτίο τύπου του ΕΛ.ΙΝ.Α δεν αμφισβήτησε τις μεθόδους μέτρησης των Ολλανδών συναδέλφων. Στο δελτίο κυρίως καταγραφόταν η αντίδραση προς το χαρακτήρα υπερβολής και εντυπωσιασμού, με τις οποίες η Guardian παρουσίασε τα αποτελέσματα και αναπαράχθηκαν από τα ΜΜΕ.
Στις δημοσιεύσεις τους, οι Ολλανδοί συνάδελφοι δεικνύουν ότι η ακουστική του θεάτρου είναι “καλή αλλά όχι εξαιρετική”. Η πληθώρα προηγουμένων επιστημονικών δημοσιεύσεων καταγράφει αποτελέσματα που δείχνουν ότι η ακουστική είναι “εξαιρετική” ή και σε ορισμένες περιπτώσεις “καλή”. Τέτοιου είδους επιστημονικές διαφορές μπορούν και πρέπει να διευθετηθούν με τον τρόπο που η ακαδημαϊκή κοινότητα αντιμετωπίζει τέτοια θέματα. Για τον λόγο αυτό θα έρθουμε σε επαφή με τους Ολλανδούς συναδέλφους ώστε να μας διευκρινίσουν τεχνικά θέματα ή και να μας στείλουν δεδομένα.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το άρθρο της Guardian εμφάνισε τα αποτελέσματα ως “..η φημισμένη ακουστική των Ελληνικών θεάτρων είναι ένας μύθος…”, εστιάζοντας στα πειράματα με τους ήχους των νομισμάτων και ψιθύρων αγνοώντας το κεντρικό σημείο: ότι η καταληπτότητα ομιλίας που εκφέρεται κατά τις θεατρικές παραστάσεις, είναι τουλάχιστο καλή, ακόμη και στη μακρύτερη απόσταση και για ακροατήρια μεγαλύτερα των 10.000 ατόμων. Με δεδομένο ότι το άρθρο της Guardian ξεκίνησε όταν οι Ολλανδοί συνάδελφοι “προσέγγισαν τα ΜΜΕ”, το ΕΛΙΝΑ υποστηρίζει ότι αυτό αποτελεί σφάλμα από μέρους τους.
Επιστημονικά στοιχεία τα οποία δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά από παλαιότερα δεδομένα, δεν αποτελούν θέμα κοινοποίησης με αυτό τον τρόπο. Είναι ατυχές ότι τόσο οι δημοσιεύσεις των Ολλανδών συναδέλφων, όσο και το άρθρο της Guardian, απέφυγαν να διερωτηθούν τις επιπτώσεις που έχει στο κοινό μια τέτοια προσέγγιση και αγνόησαν την ουσία του θέματος: ότι η ακουστική λειτουργικότητα του θεάτρου αυτού είναι κατάλληλη και υποστηρίζει από την αρχαιότητα τις θεατρικές παραστάσεις αρχαίου δράματος σε μεγάλα ακροατήρια. Αυτό αποτελεί διαχρονικά ένα εξαιρετικό τεχνικό και πολιτιστικό επίτευγμα» επισημαίνεται στην απάντηση του ΕΛ.ΙΝ.Α προς στους Ολλανδούς Ερευνητές και υπογράφεται από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών, Μέλος του Δ.Σ. του ΕΛ.Ι.ΝΑ, Γιάννη Μουρτζόπουλο.