Το θέμα της εχθρότητας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, που ξέσπασε όταν η χώρα μας ζήτησε τη βοήθεια των εταίρων και του ΔΝΤ για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά της προβλήματα, επιχειρεί να αναλύσει σε άρθρο του ο βρετανός ιστορικός, Mark Mazower.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής στο άρθρο του, η κόντρα αυτή μεταξύ των Γερμανών και των Ελλήνων, ξυπνάει μνήμες από το παρελθόν και την περίοδο της κατοχής. Δεν παραβλέπει να σημειώσει ότι το φιτίλι άναψαν άρθρα και γελοιογραφίες του γερμανικού Τύπου που προέτρεπαν τους Έλληνες να πουλήσουν νησιά και μνημεία.
Καθώς, η ελληνική κουλτούρα στηρίζεται στις αξίες του φιλότιμου και της τιμής, τα δημοσιεύματα αυτά, όπως παρατηρεί, «ατίμασαν την ελληνική εθνική τιμή».
Ακολουθεί απόσπασμα του συγκεκριμένου άρθρου με τίτλο «Έλληνες εναντίον Γερμανών».
«Καθώς η λιτότητα χτυπάει την Ευρωζώνη, ο γερμανικός Τύπος απεικονίζει την Ελλάδα ως μία ανήθικη χώρα – ενώ οι Έλληνες είναι τρομοκρατημένοι ότι η χώρα που τους κατέλαβε τη δεκαετία του 1940, αποτελεί ξανά μία απειλή για την αυτονομία τους.
Η κρίση της Ευρωζώνης έχει ξυπνήσει τα παλιά φαντάσματα – συγκεκριμένα, το φάντασμα της γερμανικής δεσποτείας στην Ευρώπη. Στην Αθήνα, τα αντιγερμανικά αισθήματα οξύνονται, και δεν είναι μόνο αυτοί που διαδηλώνουν που αναφέρονται στην εποχή της ναζιστικής κατοχής, επιχειρώντας συγκρίσεις με το παρόν. Οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. στην Ελλάδα παρομοιάζονται με την γκεστάπο (από πολλούς Έλληνες). Οι έλληνες υπουργοί κατηγορούνται ως συνεργάτες τους. Είναι αυτή μία προσωρινή αναλαμπή ή ένα σημάδι βαθύτερης στρέβλωσης;
Ο ναζισμός και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έσπασε τις πλούσιες ρίζες και δεσμούς του παρελθόντος, και αντικατέστησε τις ποικιλόμορφες σχέσεις του παρελθόντος με τη βία και το τραύμα της κατοχής. Καμία κρίση από τις πολλές που έχουν συμβεί στη σύντομη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε όρους θνησιμότητας ή και ακόμη πιο σημαντικούς, με το σοκ εκείνων των ετών (της κατοχής). Το κράτος κατέρρευσε, η λιμοκτονία θέρισε χιλιάδες, και η ακολουθούμενη κοινωνική αποδόμηση και το πολιτικό κενό άνοιξε το δρόμο στην αναδυόμενη αριστερά να αναλάβει τα ηνία της αντίστασης έναντι του κατακτητή.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η Γερμανία έγινε προορισμός των Ελλήνων που έψαχναν για δουλειά. Η Ελλάδα ήταν η δεύτερη χώρα, μετά την Ιταλία, που υπόγραψε μία συμφωνία για προϋποθέσεις εργασίας με τη Βόννη, το 1960, και περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες εργάτες μετανάστευσαν εκεί.
Μία συνέπεια του γερμανικού οικονομικού θαύματος ήταν ότι έκανε τον πόλεμο να ξεχαστεί, συχνά με κάποιους δίκαιους τρόπους σκοπιμότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ένας περιβόητος εγκληματίας πολέμου, ο Μαξ Μέρτεν που διοικούσε τη στρατιωτική μονάδα της Θεσσαλονίκης, συλλαμβάνεται ύστερα από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα. Αυτό το γεγονός γρήγορα κλιμακώθηκε σε μία διπλωματική ντροπή, όχι μόνο για την κυβέρνηση Αντενάουερ, αλλά και για τον έλληνα συντηρητικό πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Καραμανλής βρισκόταν στη μέση της διαπραγμάτευσης για την πρώτη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την κοινή αγορά. Η απελευθέρωση του Μέρτεν από την ελληνική φυλακή- που στάλθηκε πίσω στη δυτική Γερμανία – ήταν το αντίτιμο για την εξασφάλιση της στήριξης της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο γρήγορα ξεχάστηκε και παραμένει άγνωστο σε πολύ κόσμο σήμερα. Υπάρχουν πολλοί που είναι γνώστες αυτού του θέματος, κυρίως όσοι δίνουν, την ανεπιτυχής μέχρι στιγμής, νομική μάχη για να εξασφαλίσουν γερμανικές αποζημιώσεις για τους επιζώντες των σφαγών, που έλαβαν χώρα σε αρκετά ελληνικά χωριά κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Όταν τα αντιγερμανικά αισθήματα επανεμφανίστηκαν στην Ελλάδα το προηγούμενο έτος, με την έναρξη της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, δεν υπήρχαν πολλά σημάδια που να φανέρωναν ότι θα συμβεί. Αυτό δεν σημαίνει πως ότι αυτή η επανάκαμψη ήταν ιδιαιτέρως ξαφνική. Ο ελληνικός θυμός ξέσπασε ξανά, κυρίως εξαιτίας μιας σειράς άρθρων γερμανικών εφημερίδων, όπως επίσης και γελοιογραφιών, που απεικόνιζαν τους Έλληνες ως ανήθικους και προέτρεπαν την Ελλάδα να πουλήσει τα νησιά της και αρχαιότητες, ώστε να συγκεντρώσει χρήματα.
Οι ανθρωπολόγοι θα υποστήριζαν ότι η Ελλάδα έχει μία κουλτούρα, που οικοδομήθηκε πάνω στην αξία του φιλότιμου (περηφάνιας) και στην αίσθηση της τιμής. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι η εθνική τιμή είχε ατιμαστεί. Ήταν κυρίως, όπως συμβαίνει και με τα αντιμαχόμενα ζευγάρια, το γεγονός ότι οι διαφωνίες για τα χρήματα στεκόντουσαν αφορμή και για την ανάδειξη άλλων προβλημάτων και θεμάτων».