Νωπές είναι ακόμα οι μνήμες από την πύρινο εφιάλτη στην Ανατολική Αττική που πήρε μαζί του δεκάδες ψυχές. Οι μαρτυρίες όσων γλίτωσαν είναι ενδεικτικές της κόλασης που έζησαν, ωστόσο οι πυρόπληκτοι αγωνίζονται για να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή, ενώ ήδη έχουν κατατεθεί οι πρώτες μηνύσεις από τους συγγενείς των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η τραγωδία χτυπά την πόρτα και σε αναγκάζει να αντέξεις όσα κανείς άνθρωπος δεν θα έπρεπε… Μια τέτοια τραγική ιστορία είναι και αυτή του νεαρού Σύρου που, στις 20 Ιουλίου του 2013, έφτασε από την Τουρκία στη Σάμο μαζί με την γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Ένα κοριτσάκι 7 μηνών και ένα αγοράκι 4 ετών. Το ταξίδι ήταν μακρύ και η οικογένεια πολύ ταλαιπωρημένη όταν η βάρκα τους, στην οποία επέβαιναν και δυο συμπατριώτες τους, έριξε άγκυρα σε μια βραχώδη ακτή του νησιού. Η οικογένεια ακολούθησε τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί από τους διακινητές οι οποίοι τους προμήθευσαν τη βάρκα. Ανέβηκε στο βουνό και κάλεσε, μέσω κινητού τηλεφώνου, σε βοήθεια τις ελληνικές αρχές. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, η βοήθεια δεν είχε έρθει με αποτέλεσμα να αποφασίσουν να περπατήσουν μέσα στο δάσος αναζητώντας κάποιο χωριό. Οι δυο Σύροι, που ταξίδευαν μαζί με την οικογένεια, αποφάσισαν να ακολουθήσουν άλλο δρόμο. Άλλωστε μια οικογένεια με μικρά παιδιά ήταν πολύ δύσκολο να μετακινηθεί γρήγορα και οι ώρες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν το γεγονός αυτό. Η γυναίκα αρρώστησε και ήταν αδύνατο να συνεχίσει την πορεία που είχαν χαράξει αφού τόσο η ίδια, όσο και τα παιδιά ήταν εξαντλημένοι από την κούραση και την έλλειψη νερού και φαγητού. Η απόφαση να περιμένει η μητέρα μαζί με τα παιδιά της στο δάσος μέχρι ο σύζυγος να βρει βοήθεια τους φάνηκε μονόδρομος. Έτσι, ο νεαρός πρόσφυγας έφυγε μόνος με κατεύθυνση προς τη θάλασσα ελπίζοντας πως πολύ σύντομα θα έβρισκε βοήθεια και η γυναίκα του βρήκε καταφύγιο στο δάσος. Το πρωί της επόμενης ημέρας ο πατέρας συνάντησε στο δρόμο του έναν κάτοικο της περιοχής ο οποίος κάλεσε τις λιμενικές αρχές. Ο άνδρας συνελήφθη και στη συνέχεια ξεκίνησε η έρευνα για τον εντοπισμό της οικογένειας του η οποία τον περίμενε στο βουνό. Μόνο που στο μεταξύ, το βουνό τυλίχθηκε στις φλόγες με την πυρκαγιά να σβήνει την 1η Αυγούστου. Στις 13 Αυγούστου του 2013 ο νεαρός Σύρος υποχρεώθηκε να δηλώσει στις αρμόδιες αρχές την εξαφάνιση ολόκληρης της οικογένειάς του. Όλες οι προσπάθειες του να εντοπίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του έπεσαν στο κενό. Ωστόσο, εκείνος έτρεφε μια μικρή ελπίδα ότι είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τον πύρινο κλοιό και απλώς δεν είχαν τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί του. Στις 7 Σεπτεμβρίου, όμως, ο πατέρας κλήθηκε να αναγνωρίσει τα χρυσαφικά που βρέθηκαν πολύ κοντά στο σημείο έναρξης της πυρκαγιάς. Ο άνδρας συγκλονισμένος αναγνώρισε τα χρυσαφικά που ανήκαν στην σύζυγο του. Η τραγική είδηση ότι στο ίδιο σημείο εντοπίστηκαν και υπολείμματα πλήρως απανθρακωμένων οστών, κατακερματισμένα, έχοντας υποστεί αλλοιώσεις λόγω της πυρκαγιάς, ήρθε να επιβεβαιώσει τους χειρότερους εφιάλτες του. Η ιατροδικαστική εξέταση «έδειξε» πως τα οστά ανήκαν στη σύζυγο και την μόλις επτά μηνών κόρη του, οπότε και εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά θανάτου τους. Κανένα, όμως, από τα οστά, αν και πολλά ήταν αδύνατον, όπως αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση να ταυτοποιηθούν, λόγω των σημαντικών αλλοιώσεων που είχαν υποστεί, δεν ταυτοποιήθηκε με το βιολογικό υλικό του 4χρονου γιου του. Και εκεί άρχισε ένας νέος γολγοθάς για τον πατέρα, καθώς υποχρεώθηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ώστε να καταφέρει να πάρει ληξιαρχική πράξη θανάτου και για το γιο του. Αυτό, όμως, δεν κατέστη δυνατόν, καθώς το αρμόδιο δικαστήριο της Σάμου δεν «άναψε το πράσινο φως», αφού δεν είχε βρεθεί το πτώμα του παιδιού. Το δικαστήριο αναγνωρίζει τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίστηκε η τραγική ιστορία και αναφέρεται στην δύσβατη και δασώδη περιοχή στην οποία βρισκόταν ο ταλαιπωρημένος 4χρονος, όπου ανέβηκε μαζί με την οικογένειά του από τις απόκρημνες ακτές, στις οποίες αποβιβάστηκαν από τη βάρκα. Επιπλέον, μιλά για την έλλειψη νερού 18 και πλέον ωρών, για την πυρκαγιά στην περιοχή, την απανθράκωση της μητέρας και της αδελφής του και καταλήγει: «Οι ως άνω συνθήκες εξαφάνισης του τετράχρονου ανηλίκου, καθιστούν το θάνατό του πολύ πιθανό, αφού βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής, δεν δημιουργούν ωστόσο, πλήρη και απόλυτη βεβαιότητα… περί του θανάτου του στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο». Ενδεικτικό είναι το σκεπτικό το οποίο επικαλείται το δικαστήριο για να φτάσει στην απόφαση του: «Από τις συνθήκες εξαφάνισης του τετράχρονου αγοριού δεν μπορεί να αποκλειστεί η εκδοχή της έγκαιρης απομάκρυνσής του από την πυρκαγιά. Διότι αφενός, από αντικειμενική σκοπιά υπήρχε η δυνατότητα αυτή, αφού η πυρκαγιά εκδηλώθηκε σε τόπο ανοικτό (βουνό) και όχι περίκλειστο (όπως π.χ. ένα οικοδόμημα), και μάλιστα εκδηλώθηκε μέρα μεσημέρι (15:00) σε καλοκαιρινό μήνα (Ιούλιο), σε ώρα δηλαδή με ηλιοφάνεια και ορατότητα, με αποτέλεσμα να υπήρχε δυνατότητα απομάκρυνσής του και διαφυγής από το σημείο που βρισκόταν μέσω του δάσους, ώστε να φτάσει σε ασφαλή περιοχή μακριά από τη θέρμη της φωτιάς, τις φλόγες της φωτιάς που πλησίαζαν και τους αποπνικτικούς καπνούς της… Αφετέρου, από υποκειμενική σκοπιά, η ηλικία του εξαφανισθέντος ανηλίκου (τεσσάρων ετών), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, του επέτρεπε να μπορεί να αυτονομηθεί και να αυτενεργήσει από την μητέρα του (σε αντίθεση με την μόλις μερικών μηνών αδελφή του που είχε πλήρη εξάρτηση από την εξουθενωμένη και άρρωστη μητέρα τους), παρόλη την σωματική εξάντλησή του από τις κακουχίες που είχε ζήσει από τη στιγμή άφιξής του στην Σάμο την προηγούμενη ημέρα, καθώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης μπροστά στον ορατό κίνδυνο της ζωής είναι πιο ισχυρό…».