«Εκτός πραγματικότητας» χαρακτηρίζει, σε ανακοίνωσή της, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης «όσα επικριτικώς και κακοβούλως αναφέρονται εις βάρος της Μητρόπολης», με αφορμή τον εορτασμό του ναού του Αγίου Γεωργίου – Ροτόντα και τη μεταφορά του αρχαίου εγκαινίου σε αυτόν την περασμένη Κυριακή.
«Καμία παράβαση νόμων ή αποφάσεων δεν έγινε από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης κατά την εφετινή πανήγυρη της εορτής του Αγίου Γεωργίου του εν λόγω Μνημειακού Ιερού Ναού» τονίζεται, ενώ αναφέρεται ότι «ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία ήταν ήδη προγραμματισμένες και ορισμένες ακολουθίες, βάσει σχετικής αλληλογραφίας της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και της Εφορείας Αρχαιοτήτων πόλεως Θεσσαλονίκης και ουδεμία τελετή εγκαινίων εγένετο».
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι είναι κανονικό δικαίωμα μόνον του εκάστοτε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και εν προκειμένω του κ. ‘Ανθιμου να επαναφέρει το αρχαίο εγκαίνιο της Αγίας Τράπεζας στη φυσική του θέση, δηλαδή μέσα στον Ιερό Ναό. «Κατά την Θ. Λειτουργία της 23ης Απριλίου 2017 ουδεμία παρέμβαση ή νέα κατασκευὴ έγινε επί της αγίας Τραπέζης του ιερού Μνημειακού αυτού Ναού. Απλώς, όπως ήδη είχε ενημερωθεί η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, μετεφέρθη το αρχαίο εγκαίνιο και ήδη ετοποθετήθη και φυλάσσεται ως ιερό κειμήλιο μαζί με το τμήμα του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου μέσα στον ανάλογο διαμορφωμένο χώρο, γνωστό ήδη από ετών στην αρχαιολογική υπηρεσία», σημειώνεται.
Επιπλέον, η Μητρόπολη δηλώνει ότι «αναμένει ακόμη την εφαρμογή της αποφάσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την τοποθέτηση του Σταυρού στη στέγη του ιερού Ναού».
Με αφορμή τα σχετικά δημοσιεύματα, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης εκφράζει λύπη για «όσα λέγονται και αναγράφονται υπό ανευθύνων πηγών και προσώπων, ασχέτων με τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας» και τους καλεί να διαβάσουν τις ιστορικές πηγές και τους καθηγητές της αρχαιολογίας και της επιστήμης.
Ιστορικά στοιχεία
Στα ιστορικά στοιχεία που παρατίθενται, αναφέρεται -μεταξύ άλλων- ότι το αρχαίο εγκαίνιο ήταν τοποθετημένο επί 17 αιώνες μέσα στην αρχαία αγία Τράπεζα του χριστιανικού μνημειακού ιερού ναού των Ασωμάτων Αγγέλων και αργότερα του Αγίου Γεωργίου Ροτόντα. Σημειώνεται ότι βρέθηκε σε ανασκαφικές εργασίες το 1953 και ο αρχαιολόγος Η. Torp το μετέφερε στην Κοπεγχάγη όπου μετά από αναλύσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για «αιματοβαμμένα σπαράγματα αρχαίου υφάσματος». Το 1964 ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Α ΄ το τοποθέτησε στον ναό ενώ το εγκαίνιο εξαφανίστηκε περιέργως στο σεισμό του 1978.
Αργότερα, το 1980 ο καθηγητής Torp εξέφρασε στον καθηγητή κ. Μουτσόπουλο την επιθυμία να επαναφέρει το αρχαίο εγκαίνιο στη φυσική του θέση και μετά από επικοινωνία με τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τον Β΄, εστάλη στη Ρώμη ο νυν μητροπολίτης Βέροιας Παντελεήμονας και παρέλαβε το εγκαίνιο που τοποθετήθηκε προσωρινά στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου.
Το εν λόγω εγκαίνιο περιέχει ψήγματα του αρχαίου εγκαινίου, και τμήματα των λειψάνων του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου που δόθηκαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διόδωρο στον Μητροπολίτη Παντελεήμονα τον Β΄. «Κατόπιν τούτου, ο ιερός μνημειακός ναός του Αγίου Γεωργίου – Ροτόντα ήδη είναι εγκαινιασμένος και ουδείς δύναται να αμφισβητήσει βάσει των ιερών κανόνων της Εκκλησίας και των κειμένων νόμων την ιερότητα του χώρου», προσθέτει η ανακοίνωση.