Το «πράσινο φως» για να ξεκινήσει και πάλι η υπογραφή συμβάσεων και χρηματοδότησης προγραμμάτων Erasmus+ για τη νέα γενιά, που είχε «παγώσει» για την Ελλάδα από το 2014, έδωσε η Γενική Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας.
H Επιτροπή, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, είχε αναστείλει το 2014 προσωρινά τη χρηματοδότηση του προγράμματος «Νεολαία» του Erasmus+ για την Ελλάδα, προκειμένου να εξετάσει εάν υφίστανται τα απαιτούμενα πρότυπα για τη χρηστή διαχείριση της χρηματοδότησης από την εθνική υπηρεσία που εποπτεύει τα κονδύλια.
Το Erasmus+, το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, θα διαρκέσει έως και το 2020 και ο προϋπολογισμός του συνολικά θα ανέλθει σε 14,7 δισ. ευρώ.
Για την Ελλάδα, για το έτος 2017, ο συνολικός προϋπολογισμός για τις επιχορηγήσεις σχεδίων και δράσεων για περισσότερους από 4.500 νέους και δεκάδες οργανώσεις νέων, αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,5 εκατ. ευρώ.
Μετά τη σχετική θετική αξιολόγηση από τα στελέχη της Επιτροπής για το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ), το οποίο η γενική γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς έχει ορίσει ως Εθνική Μονάδα, «η Ελλάδα επανακτά την αξιοπιστία της και είναι και πάλι σε θέση να αξιοποιήσει τα κοινοτικά κονδύλια για την εφαρμογή του προγράμματος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το υπουργείο Παιδείας.
Έτσι, το συγκεκριμένο πρόγραμμα Erasmus+ (2014-2020) αφορά τους τομείς της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της νεολαίας και του αθλητισμού, με στόχο τη βελτίωση των δεξιοτήτων και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης της νεολαίας.
Συγκεκριμένα, στον τομέα της νεολαίας, το Erasmus+ δίνει τη δυνατότητα σε νέους και νέες, μεμονωμένα άτομα, ομάδες ατόμων και οργανώσεις, να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής νέων, να υλοποιήσουν ευρωπαϊκή εθελοντική εργασία και να λάβουν μέρος σε ευρωπαϊκά σεμινάρια και διακρατικές συναντήσεις. Στόχος των προγραμμάτων αυτών, είναι οι νέοι να γνωρίσουν την Ευρώπη, τους θεσμούς της, να συμμετέχουν στη δημοκρατική ζωή του τόπου τους και να συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας εργασίας στον τομέα της νεολαίας.