Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου σήκωσε το γάντι και με επιστολή της απαντά στους τρεις πρώην προέδρους της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και ενός της Ένωσης Εισαγγελέων, οι οποίοι με επιστολή τους καλούσαν τους συναδέλφους τους να παραμείνουν ενωμένοι και να μην γίνουν μέλη της νέας Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών».
«Υπό την ιδιότητά μου, ως εν ενεργεία Προέδρου του Αρείου Πάγου αλλά και ως έχουσας επί πολλά έτη υπηρετήσει τον δικαστικό συνδικαλισμό, θεωρώ ότι δικαιούμαι απευθυνόμενη προς όλους τους Δικαστικούς Λειτουργούς να καλέσω να επικρατήσει η ευπρέπεια και η αυτοσυγκράτηση την οποία ο Δικαστής επιβάλλεται να διαθέτει, καθώς και η ενότητα και συνεργασία μεταξύ όλων των Δικαστικών Ενώσεων», αναφέρει μεταξύ άλλων η κ. Θάνου σε επιστολή της καλώντας τους δικαστές και εισαγγελείς να έρθουν κοντά στην νέα Ένωση.
Παράλληλα, κατακεραυνώσει τους πρώην συναδέλφους της, λέγοντας «προφανώς λοιπόν, όλα τα ως άνω πρόσωπα θα έπρεπε να είχαν αποφύγει να απευθύνουν επιστολές προς τους εν ενεργεία συναδέλφους τους, με «υποδείξεις και παραινέσεις» σχετικά με την διαρραγείσα δήθεν ενότητα του δικαστικού συνδικαλιστικού κινήματος, δια της ιδρύσεως της νεοσυσταθείσας Ένωσης.
Ας επιδείξουν, επομένως, όλοι τον απαιτούμενο σεβασμό προς την προσωπικότητα και τη νοημοσύνη των εν ενεργεία Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών και Εισαγγελέων, οι οποίοι ασφαλώς διαθέτουν τη σοβαρότητα και την ηλικιακή και υπηρεσιακή ωριμότητα, για να επιλέξουν οι ίδιοι, χωρίς επιρροές, δια μέσου επιθετικών και απρεπών ανακοινώσεων και δηλώσεων και δια μέσου επιστολών με «συμβουλές» να αποφασίσουν οι ίδιοι εάν επιθυμούν να εγγραφούν και στη νομίμως αναγνωρισθείσα νέα Ένωση».
Ολόκληρη η επιστολή:
«Μετά από αίτημα μεγάλου αριθμού Δικαστικών Λειτουργών, θεώρησα ότι πρέπει να τονισθούν τα εξής: Ιδιαίτερη απογοήτευση, για τον τρόπο της συμπεριφοράς τους, έχουν προκαλέσει, στο μεγαλύτερο μέρος του Δικαστικού Σώματος, οι συνεχιζόμενες επιθέσεις των μελών του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εναντίον των συναδέλφων τους, οι οποίοι ασκώντας το απόλυτα νόμιμο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους, αποτέλεσαν τα ιδρυτικά μέλη της νεοσύστατης Δικαστικής Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών και Εισαγγελέων, τους λόγους για την ίδρυση της οποίας, κατά τρόπο πειστικό εξηγούν τα μέλη της προσωρινής διοίκησης αυτής, σε πρόσφατη ανακοίνωσή τους. Και ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση, καθώς και έντονο προβληματισμό προκαλούν οι μεθοδεύσεις που χρησιμοποιούνται, για να αποτραπούν οι συνάδελφοι από την εγγραφή τους στη νέα Ένωση, με τη συνεργασία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, οι ενέργειες και η επιστολή των οποίων κατά την άποψή μας, δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, σε συνδυασμό και με τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά:
Ο σεβαστός, κατά τα λοιπά, κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος, εμφανιζόμενος μετά την από δεκαπενταετίας συνταξιοδότησή του, ελπίζει προφανώς ότι όλοι εμείς οι αρχαιότεροι εν ενεργεία Δικαστές του Ανώτατου και Ανώτερου βαθμού έχουμε λησμονήσει ότι ο ίδιος ήταν εκ των ιδρυτικών μελών της ιδρυθείσας το 1984 Ένωσης (Σύνδεσμος) Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών, της οποίας παρέμεινε μέλος, μέχρι την εν τοις πράγμασι διάλυσή της κατά το έτος 2005, λόγω συνταξιοδότησης όλων των μελών της.
Παρέμεινε μέλος της εν λόγω Ένωσης, ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα που υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, χωρίς ουδέποτε να τεθεί ζήτημα από οιονδήποτε και μάλιστα τόσον ο ίδιος όσον και ο τότε Γενικός Γραμματέας Χαράλαμπος Αθανασίου συνεργάζονταν αρμονικότατα με τα τότε μέλη του Προεδρείου της Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών (κ.κ. Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο και Λέανδρο Ρακιντζή), τους οποίους, από κοινού με τις άλλες Δικαστικές Ενώσεις, προσκαλούσαν για να συμμετάσχουν σε όλες τις εκδηλώσεις των Ενώσεων. Επίσης, ο κ. Λουκάς Λυμπερόπουλος, πατέρας του νυν μέλους του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και συνυπογράφοντος τις επιθετικές ανακοινώσεις, υπήρξε επί αρκετό διάστημα Γενικός Γραμματέας της ίδιας εκείνης Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών.
Ο δε επίσης προ δεκαπενταετίας συνταξιοδοτηθείς Βασίλειος Μαρκής υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων, η οποία, κατά την ίδρυσή της (1985) κατηγορήθηκε από ορισμένους για διασπαστική κίνηση και κατά της οποίας, όπως και κατά της απόφασης αναγνώρισης της τότε Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών είχαν ασκηθεί ένδικα μέσα, τα οποία βεβαίως απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, αφού το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να συμμετέχουν (παράλληλα) σε πλείονα μη κερδοσκοπικά Σωματεία και Ενώσεις κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα. Σημειωτέον ότι στο επικυρωθέν από το Δικαστήριο Καταστατικό της τότε Ένωσης Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών προβλεπόταν ότι μέλη αυτής εγγράφονται και Πρόεδροι Πρωτοδικών, οι οποίοι έχουν τη μισθολογική εξίσωση του Εφέτη.
Προφανώς λοιπόν, όλα τα ως άνω πρόσωπα θα έπρεπε να είχαν αποφύγει να απευθύνουν επιστολές προς τους εν ενεργεία συναδέλφους τους, με «υποδείξεις και παραινέσεις» σχετικά με την διαρραγείσα δήθεν ενότητα του δικαστικού συνδικαλιστικού κινήματος, δια της ιδρύσεως της νεοσυσταθείσας Ένωσης.
Ας επιδείξουν, επομένως, όλοι τον απαιτούμενο σεβασμό προς την προσωπικότητα και τη νοημοσύνη των εν ενεργεία Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών και Εισαγγελέων, οι οποίοι ασφαλώς διαθέτουν τη σοβαρότητα και την ηλικιακή και υπηρεσιακή ωριμότητα, για να επιλέξουν οι ίδιοι, χωρίς επιρροές, δια μέσου επιθετικών και απρεπών ανακοινώσεων και δηλώσεων και δια μέσου επιστολών με «συμβουλές» να αποφασίσουν οι ίδιοι εάν επιθυμούν να εγγραφούν και στη νομίμως αναγνωρισθείσα νέα Ένωση.
Υπό την ιδιότητά μου, ως εν ενεργεία Προέδρου του Αρείου Πάγου αλλά και ως έχουσας επί πολλά έτη υπηρετήσει τον δικαστικό συνδικαλισμό, θεωρώ ότι δικαιούμαι απευθυνόμενη προς όλους τους Δικαστικούς Λειτουργούς να καλέσω να επικρατήσει η ευπρέπεια και η αυτοσυγκράτηση την οποία ο Δικαστής επιβάλλεται να διαθέτει, καθώς και η ενότητα και συνεργασία μεταξύ όλων των Δικαστικών Ενώσεων».