Σε ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Kοιμήσεως της Θεοτόκου, αυτό της Παναγίας στην ορεινή Αγιάσο της Λέσβου ανηφορίζουν σήμερα χιλιάδες κάτοικοι και επισκέπτες του νησιού διανύοντας με τα πόδια δεκάδες χιλιόμετρα. Σκοπός τους να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, σε ένα ναό σημαντικής αξίας, με βυζαντινά θεμέλια, από τα χρόνια της εικονομαχίας.
Κατά την παράδοση την εικόνα έφερε από τα Iεροσόλυμα ο μοναχός Aγάθων. Μεγάλων διαστάσεων (86 επί 62 εκ.) παριστάνει τη Θεοτόκο ένθρονη με τον Xριστό στην αγκαλιά της. Σήμερα εκτίθεται για προσκύνημα μπροστά από την αντιγραφή της εικόνας του τέμπλου, η οποία είναι επίσης πολύ αξιόλογη, χρονολογημένη όμως αυτή στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.
Ιστορικό προσκύνημα της Λέσβου σήμερα και η «Παναγία η Γλυκοφιλούσα» στην Πέτρα της Λέσβου. Από τα ομορφότερα θρησκευτικά προσκυνήματα οι πιστοί φτάνουν στο ναό ανεβαίνοντας 114 σκαλοπάτια. Ο ναός είναι χτισμένος στην κορυφή του βράχου της Πέτρας, ύψους 40 περίπου μέτρων, σε θέση οχυρή και απόρθητη, που κατά τους Παλαιολόγιους χρόνους της ηγεμονίας της γενουάτικης οικογένειας των Γατελούζων στη Λέσβο ήταν μικρό φρούριο. Για την εικόνα και πώς βρέθηκε στο βράχο υπάρχουν πολλοί θρύλοι. Μεταξύ αυτών και η παρακάτω αφήγηση στο βιβλίο του παλιού ιερέα του ναού Πλάτωνος Ζαφείρογλου, «Η Παναγία της Πέτρας»: «Στα παλιά χρόνια καράβι Γαλαξειδιώτικο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πέτρας ανάμεσα στο μικρό Νησί και τη στεριά. Ένα Σαββατόβραδο ο καπετάνιος κατέβηκε στην καμαρούλα του να προσκυνήσει το εικόνισμα της Παναγίας και να ανάψει το καντήλι της, ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε άδεια τη θέση του εικονίσματος. Κανείς από τους ναύτες του δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει τι απέγινε το εικόνισμα. Ανεβαίνοντας όμως στην κουβέρτα παρατήρησε ένα υπέργειο φως να περιφέρεται σαν αστέρι λαμπερό στην κορυφή του βράχου της Πέτρας. Βγαίνει ο καπετάνιος στη στεριά, σκαρφαλώνει στο βράχο, βρίσκει εκεί το εικόνισμα, το παίρνει και το ξαναφέρνει στο καράβι. Το ίδιο όμως συνέβη και τις επόμενες δύο βραδιές. Κατάλαβε τότε πως η Παναγία ήθελε να μείνει παντοτινά στο βράχο της Πέτρας. Συνεννοήθηκε με τους προεστούς του χωριού, έκτισαν εκεί ένα μικρό εκκλησάκι και τοποθέτησαν μέσα το θαυματουργό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης».
«Όταν ήθελαν να χτίσουν την Εκκλησία, ένα περιστέρι κρατώντας μεταξωτή κλωστή χάραξε τα θεμέλια του Ιερού Ναού και του αυλόγυρου, ξετυλίγοντας τη μεταξωτή κλωστή. Με φόβο και τρόμο οι τεχνίτες έκτιζαν τον αυλότοιχο στην άκρη του απότομου βράχου πατώντας σε κρεμασμένες σκαλωσιές και η δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα. Η Μεγαλόχαρη, όμως έκανε και εδώ το θαύμα της, για να τους δώσει θάρρος. Το πρώτο Σαββατόβραδο ο επιστάτης κρατώντας στο ένα χέρι το καραφάκι με το ρακί και στο άλλο το δίσκο με τα ποτήρια γύριζε τις σκαλωσιές κερνώντας τους τεχνίτες. Για μια στιγμή όμως παραπάτησε και γκρεμίστηκε. Τρομαγμένοι όλοι, τεχνίτες και εργάτες κοίταξαν κάτω περιμένοντας να τον δουν ξαπλωμένο και νεκρό. Συγκλονίστηκαν, όταν τον είδαν όρθιο με το καραφάκι και το δίσκο στα χέρια του να τους φωνάζει «Μη φοβάσθε παλικάρια, η χάρη της μας βοηθάει» και αμέσως ανέβηκε ξανά στο βράχο και συνέχισε το κέρασμά του».