Προϊσταμένη μεταφραστικού τμήματος του υπουργείου Εξωτερικών η οποία απολύθηκε οριστικά, καθώς της καταλογίζεται ότι συνεργαζόταν με παραμεταφραστικό κύκλωμα που δρούσε κοντά στο υπουργείο, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να ακυρωθεί η απόλυσή της.
Αναλυτικότερα, στην Ελληνική Αστυνομία έγινε ανώνυμη καταγγελία ότι υπάλληλοι της μεταφραστικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών συνεργάζονται παράνομα με μεταφραστές εκτός υπουργείου και το Δημόσιο χάνει έσοδα και οι «υπάλληλοι αμείβονται αδρά από τους μεταφραστές συνεργάτες τους».
Ειδικότερα, καταγγέλθηκε ότι περιμετρικά του κτιρίου του επίμαχου υπουργείου, υπάρχουν άτομα τα οποία προσεγγίζουν τους ενδιαφερόμενους πολίτες και τους λένε ότι μπορούν να τους χορηγήσουν μεταφράσεις αυθημερόν, έναντι αμοιβής, τη στιγμή που απαιτούνται από 3 έως 10 ημέρες για να γίνουν οι απλές μεταφράσεις. Καταγγέλθηκε ακόμη ότι στα μεταφρασμένα κείμενα μπαίνουν αριθμοί πρωτοκόλλων που έχουν ήδη χορηγηθεί κατά το παρελθόν σε νόμιμες μεταφράσεις και δεν κόβονται οι σχετικές αποδείξεις για τα μεταφραστικά τέλη.
Έτσι, ορισμένοι υπάλληλοι τέθηκαν υπό παρακολούθηση και ένα πρωί, αστυνομικοί κατέσχεσαν από μεταφράστρια υπάλληλο του υπουργείου, μεταφρασμένα έγγραφα, τα οποία δεν είχαν συνημμένες τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων για μετάφραση, όπως και δεν είχαν τα ροζ αποκόμματα των αποδείξεων καταβολής των μεταφραστικών τελών.
Στα μεταφρασμένα αυτά έγγραφα είχαν τεθεί παλαιότεροι ή μελλοντικοί αριθμοί μεταφράσεων, όπως επίσης, έφεραν σφραγίδα του υπουργείου Εξωτερικών και την σφραγίδα της μεταφράστριας, όπως και την υπογραφή της εν λόγω προϊσταμένης του μεταφραστικού τμήματος.
Όπως αναφέρεται στην πειθαρχική απόφαση, δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ύψος των δημοσίων εσόδων τα οποία οικειοποιήθηκε η επίμαχη προϊσταμένη μαζί με μια υπάλληλο του μεταφραστικού τμήματος.
Το πειθαρχικό συμβούλιο απέλυσε οριστικά την προϊσταμένη για τα πειθαρχικά παραπτώματα «της απιστίας περί την διαχείριση δημοσίων εσόδων και κρατικής περιουσίας», «της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα», «της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου» και «της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας».
Στην προσφυγή της η απολυθείσα υποστηρίζει, ότι της είχαν ανατεθεί με προφορική εντολή και πρόσθετα καθήκοντα του συγκεκριμένου μεταφραστικού τμήματος, το οποίο ήταν σε άλλο όροφο και εκείνη απλώς υπέγραφε τα μεταφρασμένα έγραφα, ενώ το βάρος ελέγχου των λοιπών στοιχείων το είχε άλλη υπάλληλος, ενώ επισημαίνει ότι ουδεμία ανάμειξη είχε στην νόθευση των μεταφράσεων, αλλά ούτε είχε γνώση των παράνομων αυτών πράξεων. Τέλος, επικαλείται νομικούς ισχυρισμούς ακυρότητας της πειθαρχικής απόφασης.