Την ανησυχία του για την ελληνική πολιτική κράτησης προσφύγων και για την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησής τους, εξέφρασε ο Φρανσουά Κρεπό, κατά τη σημερινή παρουσίαση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων της πενθήμερης επίσκεψής του στην Ελλάδα. Ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών σχολίασε, εξάλλου, καυστικά την πρόσφατη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας, «μια πολιτική συμφωνία χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα», και υπογράμμισε τη μεγάλη πίεση που δέχτηκε η Ελλάδα να την εφαρμόσει πριν καν τεθεί σε ισχύ.
Ο Φρανσουά Κρεπό επισκέφθηκε τις προηγούμενες πέντε ημέρες εθνικές και τοπικές αρχές σε Αθήνα, Μακεδονία, Λέσβο και Σάμο και βρέθηκε σε hot spots, κέντρα φιλοξενίας και άτυπους καταυλισμούς.
Εκεί «είδε» αλληλεγγύη και γενναιοδωρία από την πλευρά των πολιτών και των τοπικών αρχών και μια «πραγματική αποφασιστικότητα» της Ελλάδας να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα από το 1945 και μετά «με ίδιους πόρους εν μέσω οικονομικής κρίσης και λιτότητας».
Ωστόσο, σε σημερινή συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση των προκαταρκτικών συμπερασμάτων του, εξέφρασε την ανησυχία του για την ελληνική πολιτική κράτησης των προσφύγων που ακολουθείται, και ειδικότερα των παιδιών, και υπενθύμισε ότι με βάση τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ, τα παιδιά δεν πρέπει να κρατούνται ποτέ και για κανένα λόγο.
«Συνάντησα ασυνόδευτα παιδιά κλειδωμένα σε αστυνομικά τμήματα 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους για πάνω από δύο εβδομάδες. Επίσης, συνάντησα ολόκληρες οικογένειες να κρατούνται σε κλειστές δομές για εβδομάδες», περιέγραψε.
Ο κ. Κρεπό τόνισε ότι η κράτηση πρέπει να διατάσσεται όταν οι άνθρωποι αποτελούν απειλή για το κοινό συμφέρον, και αυτό πρέπει να τεκμηριώνεται, και να μη γίνεται με βάση απλά την υποψία.
Οι συνθήκες κράτησης, όπως υποστήριξε, «δεν είναι οι βέλτιστες δυνατές». Ειδικότερα, όπως είπε, στα hotspots υπάρχει πρόβλημα υπερπληθυσμού σε περιορισμένο χώρο, και αυτή η κατάσταση «προκαλεί σύγχυση, φόβο και περιστατικά βίας». Χαρακτήρισε, εξάλλου, πολλές τις προβλεπόμενες 25 ημέρες κράτησης, «ειδικά σε περιπτώσεις μόνων γυναικών με παιδιά».
Η κράτηση, συνέχισε, μπορεί να έχει ζητηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, «ωστόσο τη θεωρώ αχρείαστη. Δεν υπάρχει δικαιολογία γι’ αυτήν, υπάρχει δυνατότητα να εφαρμόζεις κάποιου είδους κράτηση όταν είναι απαραίτητη για μία ή δύο ημέρες και να λαμβάνεις υπόψη τους ευαίσθητους πληθυσμούς».
Ανήσυχος δήλωσε και για την έλλειψη διάχυσης των πληροφοριών, κάτι που αποτελεί «πηγή άγχους για τους μετανάστες και την κοινωνία των πολιτών». Οι πληροφορίες, όπως είπε, πρέπει να είναι ακριβείς και σαφείς και να δίνονται με γρήγορους ρυθμούς.
Έσπευσε να συμπληρώσει ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος σε σχέση με την κατάσταση που συνάντησε στην προηγούμενη επίσκεψή του το 2012, και έφερε ως παραδείγματα την Υπηρεσία Ασύλου που λειτουργεί καλά σε φυσιολογικές συνθήκες, αλλά σήμερα «αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω του μεγάλου αριθμού των ατόμων που απευθύνονται σε αυτήν», αλλά και τη δημιουργία χώρων υποδοχής και φιλοξενίας που δεν υπήρχαν καν το 2012.
Στις συστάσεις του προς την Ελλάδα, ο κ. Κρεπό ανέφερε μεταξύ άλλων την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ανεξάρτητος μηχανισμός εποπτείας, τη συγκρότηση Εθνικού Μηχανισμού Προστασίας Παιδιών, την ανάπτυξη δομών για την προστασία των παιδιών και την καλύτερη οργάνωση της διαχείρισης των κέντρων φιλοξενίας, «όπου δεν είναι ξεκάθαρο κάποιες φορές το ποιος είναι υπεύθυνος σε αυτά».
Την ίδια ώρα παραδέχτηκε ότι αποτελεί πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση το μεταβαλλόμενο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Είναι πολύ δύσκολο η ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική όταν η συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας αλλάζει το τι συμβαίνει».
Από την Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε να στηρίξει οικονομικά τις υφιστάμενες υπηρεσίες της ελληνικής κυβέρνησης, «να μην χρηματοδοτεί μόνο τις ΜΚΟ», και να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για το προσφυγικό. «Στο παρελθόν έγινε προσπάθεια για τη δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση, αλλά αυτό ξεχάστηκε μετά τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές», είπε χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, ο κ. Κρεπό διευκρίνισε ότι αυτή πλέον αποκαλείται «δήλωση (statement) μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας» και είναι πολύ πιθανόν να είναι «απλά μια πολιτική συμφωνία που δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν έχει νομική υπόσταση στα δικαστήρια».
«Την ευθύνη για την εφαρμογή της», προσέθεσε, «έχει το κάθε κράτος, καθώς μόνο αυτό παίρνει αποφάσεις για τις οποίες θα είναι υπόλογο». «Όταν οι αποφάσεις αυτές παίρνονται από τα κράτη, όπως π.χ. η Ελλάδα, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τα ελληνικά δικαστήρια και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων να δώσουν μια εκτίμηση της εγκυρότητας της απόφασης για το αν είναι αναποτελεσματικός ο μηχανισμός ή για το αν προσβάλλει τα ανθρώπινα δικαιώματα», τόνισε.
Την ίδια ώρα, όπως σημειώνει στα προκαταρκτικά συμπεράσματά του, η Ελλάδα «έχει δεχθεί αξιοσημείωτη πίεση (που αγγίζει τα όρια “εκφοβισμού”, σύμφωνα με ορισμένους φορείς) ώστε να εφαρμόσει τη συμφωνία άμεσα, πριν αυτή τεθεί σε ισχύ και να εφαρμόσει το μέγιστο των περιορισμών για τους μετανάστες, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της επιστροφής περισσότερων μεταναστών στην Τουρκία».
Ο Φρανσουά Κρεπό παρουσίασε σήμερα τα συμπεράσματα και τις συστάσεις του και στην ελληνική κυβέρνηση. Η τελική έκθεσή του θα παρουσιαστεί τον Ιούνιο του 2017, στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.