«Εδώ στο χωριό μπορεί να περάσει και μία εβδομάδα και να μη χρειαστεί να ξοδέψουμε ούτε ένα ευρώ. Τρώμε από τα κτήματα και άμα κάποιος δεν έχει κάτι που χρειάζεται, λάδι για παράδειγμα, παίρνει από τον διπλανό του. Μόνο για τη βενζίνη και τους λογαριασμούς χρειαζόμαστε χρήματα», διηγείται ο Κ. Σ., που εδώ και δύο χρόνια αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στην Κρήτη, στο χωριό του. Και όπως φαίνεται, δεν είναι ο μόνος… Κάπως έτσι, φέτος για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, η κοιλάδα του Αμαρίου στο Ρέθυμνο της Κρήτης πρασίνισε. Ολα τα άβατα χωράφια στην κοιλάδα καθαρίστηκαν και φυτεύθηκαν. Ακόμα και οι ραχούλες γέμισαν φασολάκια και ντομάτες…
Η επεξεργασία στατιστικών στοιχείων που αφορούν στην απασχόληση στον αγροτικό τομέα έδειξε ότι τη διετία 2008 – 2010 δημιουργήθηκαν 38.000 νέες θέσεις εργασίας, τη στιγμή που σε όλους τους άλλους κλάδους οι δείκτες απασχόλησης είναι αρνητικοί.
Όμως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων δείχνει ότι οι «νέοι» αγρότες είναι βασικά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν συνταξιοδοτηθεί και προσπαθούν να δημιουργήσουν συμπληρωματικό εισόδημα, μειώνοντας αρχικά το δικό τους κόστος ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποσοστό 22% – 32% όσων αποφάσισαν να γίνουν αγρότες την τελευταία διετία είναι από 45 – 64 ετών. Στην Ηπειρο, μάλιστα, το 70% των όψιμων αγροτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
Ο Γιώργος Χριστονάκης, συνταξιούχος των ΕΛΠΕ, είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών και… Αμαρίου Ρεθύμνου. «Οταν πήρα σύνταξη, κατέβηκα κι έφτιαξα το σπίτι στο χωριό. Φύτεψα κηπευτικά, έχω ελιές και θα βάλω και σιτάρι για να έχουμε αλεύρι. Τα παιδιά, 15 και 12 χρόνων, δεν θέλουν να έρθουν στην Κρήτη. Οπότε εγώ θα ανεβοκατεβαίνω. Αν όμως καταρρεύσει το κράτος και δεν παίρνω τη σύνταξη, τι θα γίνει; Τουλάχιστον έτσι θα έχουμε εναλλακτική λύση, δεν θα πεθάνουμε της πείνας», λέει.
Στην ίδια κοιλάδα, έχει βάλει φασολάκια, ντομάτες και ο φίλος του, επίσης συνταξιούχος δημοτικός υπάλληλος, ο 60χρονος κ. Παντελής Ζουμπουλάκης. Οι συνθήκες για τον ίδιο και την οικογένειά του είναι πιο δύσκολες γιατί πρέπει να πληρώνει τις δόσεις ενός στεγαστικού δανείου και η σύνταξή του δεν έχει βγει, εδώ και δύο χρόνια. «Παίρνω έναντι 800 ευρώ, χρήματα με τα οποία, βέβαια, δεν μπορούμε να ζήσουμε. Ευτυχώς, μας βοηθάει και η μητέρα μου με τη σύνταξή της», διηγείται. Τα παιδιά του έχουν πλέον μεγαλώσει, αλλά εκείνος και η γυναίκα του επέστρεψαν στο οικογενειακό σπίτι στην Κρήτη και ξαναέσπειραν τα χωράφια. «Δεν είναι πως έτσι βγάζουμε χρήματα, γιατί για να έχεις καλή παραγωγή χρειάζεται να ρίχνεις φάρμακα, αλλά τουλάχιστον ξέρουμε τι τρώμε. Ολοι σιγά σιγά αυτό κάνουν, ξανάρχονται στο χωριό και φυτεύουν. Τα ξαδέλφια μου που ζουν στην Αθήνα φύτεψαν δέντρα για να προλάβουν να μεγαλώσουν. Σε λίγα χρόνια που θα πάρουν σύνταξη, θα έρθουν εδώ», λέει ο κ. Ζουμπουλάκης.
Καλλιέργεια μαστίχας
Σε ένα άλλο νησί, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», μια παραδοσιακή καλλιέργεια που έφθινε συνεχώς, τα τελευταία χρόνια γνωρίζει νέα άνθηση από την άποψη του ενδιαφέροντος των παραγωγών. Πέρυσι, μάλιστα, η παραγωγή αυξήθηκε σε ποσοστό 20%. Ο κ. Λευτέρης Καρακατσάνης, 74 χρόνων σήμερα, έφυγε το 1963 μετανάστης στη Γερμανία και μετά στην Αμερική. Το 1994 επέστρεψε στην πατρίδα του τη Χίο, συνταξιούχος πλέον, να ζήσει με τη γυναίκα του. Τα πρώτα χρόνια, η σύνταξη επαρκούσε. «Μετά άλλαξε η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και παρά το ότι έχουμε και οι δύο σύνταξη, τα οικονομικά δυσκόλεψαν πολύ. Ευτυχώς έχω λίγο μαστιχάκι κι έτσι βγάζουμε τα στραβά έξοδα», εξηγεί. «Πολύ καλό μαξούλι (σ. σ. προϊόν) η μαστίχα», λέει ο κ. Γιώργος Αβδελιώδης, 57 ετών, συνταξιούχος της ΔΕΗ. Στα νιάτα του ταξίδευε, αλλά το 1984 προσλήφθηκε στη ΔΕΗ, μαζί με άλλα 12 άτομα. «Ολοι ήταν ΠΑΣΟΚ, εγώ ήμουν ο μόνος δεξιός, αλλά με πήραν γιατί είχα πολλά μόρια. Είχα και τρία παιδιά», διηγείται. Εκτός από τα μαστιχόδεντρα, ασχολείται και με την κτηνοτροφία. «Κατσίκες, κότες, γουρούνια, τα περισσότερα για προσωπική κατανάλωση». Η μαστίχα σε πολλούς εδώ στη Χίο δίνει ένα συμπληρωματικό εισόδημα, εξηγεί ο κ. Χρήστος Κουκούρης, συνταξιούχος ναυτικός και μέλος του διοικητικού συμβουλίου μαστιχοπαραγωγών. «Δεν είναι όμως καθόλου εύκολη δουλειά», συμπληρώνει.