Την ώρα που μπαίνει στο λιμάνι το διασωστικό σκάφος της Σουηδικής Ακτοφυλακής, φορτωμένο με αρκετές ψυχές, προσέχεις τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά που ανεμίζουν στον αέρα και που κρέμεται κυριολεκτικά από τα παραπέτα του.
Όταν δένει το σκάφος αρπάζει τους ανθρώπους που μετέφερε το σκάφος και τους βγάζει έξω. Μαλακά τους σηκώνει, τους χαμογελά, τους μιλά και τους ακουμπά στο τσιμεντένιο κρηπίδωμα του λιμανιού. «Γεια σου ρε Σοφία….» ακούς από έναν συνάδελφο της.
Σοφία Μητσιάρα. Λιμενοφύλακας. Ο «σύνδεσμος» εδώ και δυο μήνες κοντά, του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος με το σκάφος της Σουηδικής Ακτοφυλακής της δύναμης της Frontex που επιχειρεί ανοικτά της Μυτιλήνης. Κάθε μέρα επιχειρεί μαζί τους.
«Παντρεμένη;» τη ρωτάς. «Παντρεμένη με δυο κόρες, μια εννιά, μια έξι» αποκρίνεται. Σύζυγος στρατιωτικού. «Κι όταν έχει υπηρεσία ο άντρας σου τι κάνετε;». Η απορία εύλογη. «Ο Θεός βοηθός. Τα καταφέρνουμε» λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μόνο της μέλημα να τα καταφέρει. Να σωθούν οι άνθρωποι. Να μεταφερθούν στην ακτή με ασφάλεια. Δε θέλει να ζήσει «άγριες» στιγμές. Κάθε πρωί ξεκινώντας προσεύχεται να πάνε όλα καλά. Και όταν της λες «μπράβο» εκείνη απαντά: «Γιατί; Τι έκανα;».
Σαν τη γιαγιά της Σκάλας Συκαμνιάς που όταν της έδωσε πριν μήνες συγχαρητήρια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το ότι τάισε τα πεινασμένα προσφυγόπουλα τον κοίταξε απορημένα. «Γιατί γιέ μ’… Τι έκανα;» του απάντησε.
«Γιατί τι έκανα;» αποκρίνεται κι ο Σημαιοφόρος του Λιμενικού Σώματος Μάριος Λουτραγώτης. Στον περίκλειστο χώρο του λιμανιού άλλαζε ρούχα στα μικρά προσφυγόπουλα. Βρεμένα, παγωμένα, πεινασμένα. Γονατισμένος μπροστά αό το τρίχρονο κοριτσάκι από τη Συρία, του έδενε τα κορδόνια. Γρήγορα μιας και έχει κι άλλο σειρά. Μη κρυώσει κανένα.