Η ενσυνείδητη αποδοχή του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού και η ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων κοινοτήτων μπορούν να προέλθουν από δύο αντίθετες αφετηρίες, είτε από την αδιαφορία για τη θρησκευτική πίστη είτε από τη συνειδητή βίωση της ουσίας της θρησκείας, τόνισε ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας στην τοποθέτησή του στη Διεθνή Διάσκεψη για το θέμα της Μέσης Ανατολής.
Αντιστρόφως, επισήμανε ότι η θρησκευτική μισαλλοδοξία ανάμεσα σε συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες και πολιτιστικές παραδόσεις είναι δυνατόν να αναπτυχθεί από σπέρματα θρησκευτικού τύπου, π.χ. από έναν ακραίο φανατισμό και από μη θρησκευτικές ρίζες, π.χ. παράγοντες πολιτικούς, εθνικιστικούς, που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για άλλες επιδιώξεις.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι όλες αυτές οι ρίζες εξακολουθούν να είναι ισχυρές στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Πάντως, ο ανθρώπινος πόθος για παγκόσμια ειρήνη παραμένει εναγώνιος, είπε. «Κάθε, λοιπόν, προσπάθεια για μελέτη και αντιμετώπιση του πολυσύνθετου αυτού προβλήματος αποτελεί πολύτιμη προσφορά» τόνισε και εξέφρασε τα συγχαρητήριά του, τα οποία «αξίζουν» στο ελληνικό ΥΠΕΞ, στον επικεφαλής υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και στους συνεργάτες του, για την πρωτοβουλία να οργανωθεί το παρόν Διεθνές Συνέδριο.
Ακολούθως, θέλησε να επισημάνει τρία σημεία:
Πρώτον, πως το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνύπαρξης είναι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνείδησης κι όχι η θρησκευτική αδιαφορία. «Οι υπεύθυνοι μέσα στις θρησκευτικές κοινότητες οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μια ειρηνική θεολογία και ανθρωπολογία» και «να στηλιτεύσουμε κάθε μορφή βίας», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Αναστάσιος, τονίζοντας πως «κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας» και «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λάδι της θρησκείας, για να δυναμώνει τη φωτιά των συγκρούσεων».
Το δεύτερο σημείο το οποίο τόνισε ο αρχιεπίσκοπας Αλβανίας, είναι ότι «η ειρήνη συνδέεται άμεσα με τη δικαιοσύνη», συμπληρώνοντας πως στις μέρες μας «η ειρήνη και η δικαιοσύνη έχουν προσλάβει ένα ακόμα συνώνυμο: ανάπτυξη». «Η φτώχεια παραμένει ο χειρότερος τύπος βίας. Όταν οι άνθρωποι στερούνται των στοιχειωδών μέσων για την επιβίωσή τους, δεν είναι παράξενο να στρέφονται προς άλλες κατευθύνσεις και να υιοθετούν ακραίες θρησκευτικές αντιλήψεις για την επίτευξη μιας δίκαιης κοινωνίας», ανέφερε.
Ακόμη, επέρριψε ευθύνες στις μεγάλες Δυνάμεις για τις κρίσεις της Μέσης Ανατολής, καλώντας όλους τους υπεύθυνους «να δράσουν επείγοντος και αποτελεσματικά, για την κατάπαυση της τρομερής αιματοχυσίας».
Τέλος, αναφέρθηκε στο «αντίθετο της ειρήνης», που «δεν είναι ακριβώς ο πόλεμος, αλλά ο εγωκεντρισμός». «Ο ατομικός, ο συλλογικός, ο εθνικός, ο φυλετικός. […] Αυτός είναι ο εμπνευστής και τροφοδότης των μεγάλων ή μικρότερων συγκρούσεων και αυτός αδιάκοπα ανανεώνει το μίσος». Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό είναι «η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στην κοινωνία» και «εδώ βρίσκεται και η τεράστια δυνατότητα και συμβολή μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως. Αυτή, ακόμα και σε συνθήκες μακροχρόνιων συγκρούσεων, χαρίζει τη δύναμη της συγχωρητικότητος και της συμφιλιώσεως».
Κλείνοντας ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ευχήθηκε μέσα από τις εργασίες της Διάσκεψης «να αντλήσουμε πολύτιμο υλικό για μια πληρέστερη εμβάθυνση στο κρίσιμο θέμα που μας απασχολεί» και «να συνεχίσουμε με περισσότερο ενθουσιασμό να είμαστε εργάτες ειρήνης, με τη βεβαιότητα ότι ο αδιάκοπος αγώνας για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη είναι ό,τι πιο ουσιαστικό και πολύτιμο μπορεί κανείς να προσφέρει για την επιβίωση και την πολιτιστική ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής».