Σε ηλικία 12 ετών ο M. έφυγε από το Μπαγκλαντές με προτροπή της μητέρας του, για να αναζητήσει δουλειά σε άλλη χώρα και να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του.
Έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι με ενδιάμεσους προορισμούς την Ινδία, το Ντουμπάι, το Ομάν και την Τουρκία και πολλά βιώματα εργασιακής εκμετάλλευσης, ο Σ. βρέθηκε στην Ελλάδα, ακολουθώντας τις υποσχέσεις των εργοδοτών του για μια καλύτερη ζωή.
Μετά το γνωστό περιστατικό των συμπλοκών το 2013, κατά τη διάρκεια των οποίων πολλοί συμπατριώτες του τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς, ο ίδιος έπεσε θύμα απαγωγής από ομάδα ανδρών.
Έπειτα από τη διακομιδή του σε νοσοκομείο και την παρέμβαση των γιατρών, οι οποίοι ειδοποίησαν την αστυνομία, ο Μ. αναγνωρίστηκε ως ασυνόδευτος ανήλικος, φιλοξενήθηκε σε δομή και κατέθεσε αίτηση ασύλου, αίτηση που αρχικά απορρίφθηκε, αλλά έπειτα από ένσταση εγκρίθηκε από την Επιτροπή Προσφυγών.
Η περίπτωση του είναι μία μόνο από τις περιπτώσεις μεταναστών και προσφύγων οι οποίοι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και, έπειτα από μεγάλο αγώνα, καταφέρνουν να αναγνωριστούν ως άτομα που χρήζουν ειδικής προστασίας από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τις πτυχές αυτής της διαδικασίας εξέτασαν σήμερα νομικοί, εκπρόσωποι φορέων και ΜΚΟ σε εκπαιδευτικό σεμινάριο με θέμα «Πρόσφυγες, θύματα εμπορίας ανθρώπων ή και τα δύο: το καθεστώς προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης».
Το σεμινάριο συνδιοργάνωσαν το A.I.R.E. Centre (Advice on Individual Rights in Europe) το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, υπό την αιγίδα του γραφείου Εθνικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων του υπουργείου Εξωτερικών.
Την περίπτωση του αφηγήθηκε στους συμμετέχοντες η δικηγόρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες Αικατερίνη Κόμητα, η οποία βρέθηκε στο πλάι του στη φάση της κατάθεσης ένστασης στην Επιτροπή Προσφυγών.
«Για μένα όλα αυτά δεν είναι υποθέσεις, είναι η καθημερινότητά μου. Οι υποθέσεις αυτές έχουν τεράστια αγωνία και ευθύνη, έχουν κλάματα, έχουν περιπτώσεις παιδιών που καταρρέουν γιατί χρειάζεται να παραδεχτούν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση», εξομολογήθηκε η κ. Κόμητα.
«Κανείς μας δεν θα καταλάβει τι έχουν ζήσει, αλλά και οι ίδιοι δεν θέλουν να τους αντιμετωπίσουμε ως θύματα, αλλά ως επιβιώσαντες και έτσι τους αξίζει να τους αντιμετωπίζουμε», πρόσθεσε.
«Δεν υπάρχει κανένας νόμιμος τρόπος για να έρθει ένας πρόσφυγας σε μία ευρωπαϊκή χώρα και να ζητήσει άσυλο και αυτό είναι σημαντικό να το δούμε,γιατί οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονται να πληρώσουν το οργανωμένο έγκλημα», υπογράμμισε η επικεφαλής του A.I.R.E. Centre Νούλα Μόλε.
«Είναι σημαντικό να αναζητήσουμε τα πιθανά θύματα και να λειτουργήσουμε προληπτικά. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να δουλέψουμε με σχολεία, πανεπιστήμια και τον πολιτιστικό τομέα. Επίσης, χρειάζονται εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, δικαστές, λειτουργοί υγείας για την αναγνώριση και ταυτοποίηση αυτών των θυμάτων, ώστε τα θύματα να γίνουν ορατά στην κοινωνία», επισήμανε ο Εθνικός Εισηγητής για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων Ηρακλής Μοσκώφ.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος, υπάρχουν μόλις 100 αναγνωρισμένα θύματα εργασιακού ή σεξουαλικού trafficking το χρόνο στην Ελλάδα, από τους οποίους περίπου οι μισοί καταγγέλλουν οι ίδιοι τα περιστατικά, ενώ οι υπόλοιποι αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες Αρχές.
Σημαντική ώθηση στη μάχη κατά του trafficking αναμένεται να δώσει η λειτουργία του Εθνικού Μηχανισμού Αναφοράς για την αναγνώριση και προστασία των θυμάτων.
Ο Εθνικός Μηχανισμός, που αναμένεται να λειτουργήσει πιλοτικά τους επόμενους μήνες, θα αποτελέσει «οδικό χάρτη» για τη συνεργασία ανάμεσα σε κρατικούς φορείς, ΜΚΟ και διεθνείς οργανώσεις που ασχολούνται με τον τομέα αυτό.
Τη διαχείρισή του θα αναλάβει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως αποφάσισε πρόσφατα το διοικητικό του συμβούλιο.
Εξάλλου, στη μάχη της πρόληψης της σωματεμπορίας σε ανήλικους, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού εκπονεί πρόγραμμα με τίτλο «Νοτιοανατολικό Δίχτυ Προστασίας. Πρόληψη της εμπορίας παιδιών και προστασία ασυνόδευτων ανηλίκων στα ελληνοτουρκικά σύνορα» (SESN). Όπως εξήγησε η Βάσω Παππά, ψυχολόγος του Ινστιτούτου, το πρόγραμμα που άρχισε να τρέχει από τον Μάιο του 2014 και θα διαρκέσει για δύο χρόνια, εκπαιδεύει επαγγελματίες (αστυνομικούς, λιμενικούς κ.α.) που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στα σύνορα για την ανίχνευση των ανήλικων θυμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό το Ινστιτούτο έχει αναπτύξει ένα εργαλείο ανίχνευσης με ερωτήσεις προσαρμοσμένες στις αναπτυξιακές δεξιότητες των παιδιών. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, το Λιμενικό και το ΚΕΕΛΠΝΟ. Μέχρι σήμερα έχουν περάσει από εκπαίδευση περίπου 100 επαγγελματίες στη Μυτιλήνη, τη Χίο και τη Σάμο, ενώ θα ακολουθήσουν εκπαιδεύσεις σε Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα και Αθήνα, καθώς και στα τουρκικά παράλια (Κουσάντασι, Σμύρνη, Ανδριανούπολη).