Τέσσερα ερωτήματα με δεδομένα και προβληματισμούς που πηγάζουν από την απλή λογική, όπως λένε, θέτουν στην ελληνική κοινωνία έντεκα πανεπιστημιακοί προτείνοντας μεταξύ άλλων «αντί της διαρκούς μεμψιμοιρίας, της συνεχούς καταγγελίας των ξένων και των αέναων κλαυθμών» αποδοχή της νέας πραγματικότητας και πολλαπλασιασμό των ατομικών και συλλογικών προσπαθειών για την έξοδο από την κρίση.
«Σε τελική ανάλυση», καταλήγουν, «εμείς, παρά τα κονδύλια που κατά τις τελευταίες δεκαετίες εισέρευσαν πλουσιοπάροχα στη χώρα μας, χάσαμε τη μάχη της ανάπτυξης και προϋπόθεση για να μη χάσουμε τον πόλεμο είναι να ανακτήσουμε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη πρώτα του εαυτού μας, στη συνέχεια δε και των ξένων, ως λαός που διδάσκεται από τα λάθη του και αγωνίζεται για την αναίρεση ή έστω τον περιορισμό των συνεπειών τους».
Το κείμενο έχει ως εξής:
«Κανείς δεν αγνοεί βέβαια πόσο επαχθής είναι η σημερινή πραγματικότητα για όλους σχεδόν τους Ελληνες. Και κανείς δεν αμφισβητεί ότι πολλοί συμπατριώτες μας βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Εύλογα δε. Κεκτημένα ανετράπησαν, αυτονόητα κατέρρευσαν, προσδοκίες διαψεύστηκαν, ειδικά δε για τους νέους, τουλάχιστον τους μη προνομιούχους ή υπερπροικισμένους οι διαφαινόμενες προοπτικές προκαλούν δέος.
Εξίσου γνωστό είναι όμως, επίσης, ότι απελπισία και ορθολογισμός σπανίως συμβαδίζουν. Γιατί η απελπισία οδηγεί στον πανικό και αυτός σε κινήσεις σπασμωδικές ή χωρίς προσανατολισμό, οι οποίες όχι σπάνια αντιστρατεύονται τους στόχους και τα συμφέροντα εκείνων που τις αποπειρώνται.
Αν λοιπόν αποφασίσαμε να προσυπογράψουμε το παρόν δεν είναι επειδή, περιχαρακωμένοι στον ακαδημαϊκό μικρόκοσμό μας δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε -και ακόμη περισσότερο να νιώσουμε- την αγανάκτηση, την απόγνωση και την ανάγκη για αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά επειδή θεωρούμε χρέος μας να θέσουμε, υπό μορφή ερωτημάτων, ενώπιόν της, κάποια δεδομένα καθώς και προβληματισμούς που εκτιμούμε ότι πηγάζουν από την απλή λογική.
Πρώτον: Με τη δαιμονοποίηση των ξένων κυβερνήσεων -οι οποίες οφείλουν να φορολογούν τους πολίτες τους για να συνεχίζεται ο χαμηλότοκος δανεισμός μας, εις βάρος ίσως των άμεσων αναπτυξιακών προοπτικών των χωρών τους- δεν εγκλωβιζόμαστε σε μια συμπεριφορά ομφαλοσκόπησης που αγνοεί τα δεδομένα της πραγματικότητας και τη συνθετότητα του σύγχρονου κόσμου; Πράγματι.
Οι πολιτικοί εντολοδόχοι των δανειστών μας δεν έχουν, και αυτοί, απέναντί τους κοινοβούλια, κοινές γνώμες, υποχρέωση λογοδοσίας σε επίσης αγανακτισμένους ανθρώπους που ενδεχομένως θεωρούν ότι η συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας μας -εφόσον η ίδια δεν καταβάλλει ένα επώδυνο τίμημα για την ανόρθωσή της- είναι ασύμφορη, παράλογη, άδικη, ακόμη και επισφαλής;
Δεύτερον: Εάν, κατά το διάχυτο λαϊκό αίτημα, φύγει η Τρόικα, καταγγελθεί το επαχθές και «απεχθές», μνημόνιο, κηρυχθεί χρεοστάσιο κλπ. η κατάσταση του μέσου έλληνα θα βελτιωθεί ή, κατά την κοινή λογική, θα επιδεινωθεί, δραματικά και ραγδαία;
Τρίτον: Το ότι πολλές αποφάσεις των πολιτικών μας ηγεσιών δεν είναι κοινωνικά δίκαιες ή οικονομικά αποτελεσματικές αναιρεί το γεγονός πως καμία εναλλακτική προοπτική δε διαφαίνεται σήμερα πιο «αναίμακτη» ή λιγότερο επώδυνη από τη συνέχιση της χρηματοδότησής μας, έστω και με τους, σκληρούς πράγματι, όρους του Μνημονίου;
Τέταρτον: Εμείς ως λαός δεν έχουμε καμία ευθύνη για την παρούσα δραματική κατάσταση; Δεν καθυστερήσαμε με μαζικές κινητοποιήσεις τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού μας συστήματος; Οι πολιτικές μας επιλογές, η επίμονη απαίτηση ευχάριστων προεκλογικών υποσχέσεων που οδηγούσε τα κόμματα σε πλειοδοσία «δεσμεύσεων» και εξοστράκιζε τις φωνές της πρόνοιας και της λογικής, ο ατομικός υπερδανεισμός και ο ακραίος υπερκαταναλωτισμός την περίοδο της φαινομενικής ευμάρειας δεν συνέβαλαν στη σημερινή κατάσταση; Και υπήρξαν ποτέ λαοί που δεν κατέβαλαν τίμημα για τα λάθη τους;
Μήπως, λοιπόν, αντί της διαρκούς μεμψιμοιρίας, της συνεχούς καταγγελίας των ξένων και των αέναων κλαυθμών, θα αποτελούσε πιο ορθολογική αντίδραση η αποδοχή της νέας πραγματικότητας ως κατάστασης δυσχερώς (και μόνο σε βάθος χρόνου) αναστρέψιμης, καθώς και ο πολλαπλασιασμός των ατομικών και συλλογικών μας προσπαθειών για την έξοδο από την κρίση; Οπως, δηλαδή, έκαναν μεταπολεμικά λαοί που είχαν χάσει τη μάχη στα στρατιωτικά πεδία, κέρδισαν όμως αυτήν της ειρήνης
Σε τελική ανάλυση εμείς, παρά τα κονδύλια που κατά τις τελευταίες δεκαετίες εισέρευσαν πλουσιοπάροχα στη χώρα μας, χάσαμε τη μάχη της ανάπτυξης και προϋπόθεση για να μη χάσουμε τον πόλεμο είναι να ανακτήσουμε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη πρώτα του εαυτού μας, στη συνέχεια δε και των ξένων, ως λαός που διδάσκεται από τα λάθη του και αγωνίζεται για την αναίρεση ή έστω τον περιορισμό των συνεπειών τους.
Καθηγητής Θάνος Βερέμης, ιστορικός, πρώην πρόεδρος Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας
Καθηγητής Απόστολος Γεωργιάδης, αστικολόγος, πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών
Καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος, πολιτικός επιστήμων
Καθηγητής Θόδωρος Κουλουμπής, διεθνολόγος, πρώην πρόεδρος ΕΛΙΑΜΕΠ
Αναπληρωτής καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης, πολιτικός επιστήμων
Kαθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, πολιτικός επιστήμων
Καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, διεθνολόγος, αντιπρόεδρος ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος, αστικολόγος, πρώην πρύτανης Πανεπιστημίου Αθηνών
Επίκουρος καθηγητής Πλάτων Τήνιος, οικονομολόγος
Καθηγητής Γρηγόρης Τσάλτας, διεθνολόγος, εκλεγμένος πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου
Καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης, πολιτικός επιστήμων
Το παρόν κείμενο είναι ανοικτό σε προσυπογραφές»