Τριάντα πέντε χιλιάδες εργατικά ατυχήματα σημειώνονται, κατά μέσο όρο, κάθε χρόνο στην Ελλάδα, από τα οποία αποκαλύπτονται και καταγγέλλονται στις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες περίπου τα …μισά. Τα υπόλοιπα (ποσοστό 50% περίπου) αποσιωπούνται και συγκαλύπτονται, με ευθύνη των εργοδοτών, αλλά και των εργαζομένων που τραυματίζονται.
Τα παραπάνω επίσημα στοιχεία της Eurostat, έγιναν γνωστά στη διάρκεια ημερίδας, με θέμα: «Επιχειρηματικότητα και Ευθύνη», που συνδιοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) με την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), το 2013 σημειώθηκαν 5.126 ατυχήματα εκ των οποίων τα 42 θανατηφόρα, ενώ, συμπληρωματικά, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΚΑ το 2009 (την τελευταία χρονιά για την οποία έχει δημοσιοποιήσει στατιστικά στοιχεία), έγιναν 9.436 ατυχήματα εκ των οποίων τα 55 θανατηφόρα.
Συνεπώς, αν προστεθούν οι παραπάνω αριθμοί, συνολικά συμβαίνουν περίπου 16.000-17.000 εργατικά ατυχήματα ετησίως, εκ των οποίων 120-190 είναι θανατηφόρα, δηλαδή περισσότερα από 45 ατυχήματα ημερησίως. Όμως, όπως είπαν οι ομιλητές στη διάρκεια της εκδήλωσης, με δεδομένο ότι περίπου το ποσοστό των ατυχημάτων που δηλώνονται δεν ξεπερνάει το 50% (κάτι στο οποίο συμβάλουν και τα αυξημένα ποσοστά αδήλωτης εργασίας), τα επίσημα στοιχεία της ευρωπαϊκής Eurostat ανεβάζουν τον αριθμό των εργατικών ατυχημάτων στην Ελλάδα σε 35.000 ετησίως περίπου.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο, είναι η ποσοστιαία κατανομή των συνολικών εργατικών ατυχημάτων που αναγγέλθηκαν στο Σ.ΕΠ.Ε., ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, για το έτος 2012. Το μεγαλύτερο ποσοστό ατυχημάτων (20,90%) αφορούν στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, εκτός οχημάτων και μοτοσυκλετών και ακολουθούν ο κλάδος των κατασκευών, με ποσοστό 8,0% και ο κλάδος υγείας, με ποσοστό 6,1%. Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία φανερώνουν ότι ατύχημα μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε εργαζόμενο, ανεξαρτήτως της φύσης της εργασίας. Και για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως επικίνδυνα μόνο τα λεγόμενα βαρέα επαγγέλματα (οικοδομές, βιομηχανίες, κ.α.).
Όπως είπε ο εκπρόσωπος του ασφαλιστικού κλάδου, Δημήτρης Μάνος, αν και στην Ελλάδα η ασφάλιση της αστικής ευθύνης είναι σχετικά άγνωστη, αυτό δεν ισχύει για τις άλλες χώρες. Στην Ευρώπη θεωρείται απαραίτητη, δεν νοείται ανασφάλιστη επιχείρηση έναντι των εργαζομένων – όπως είπαν χαρακτηριστικά – και επισήμαναν ότι τελικά αυτό λειτουργεί προς όφελος της εκάστοτε επιχείρησης, της οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου. Ανέφεραν την περίπτωση της Κύπρου, όπου, από το 1989, ήδη, έχει θεσμοθετήσει την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης εργοδότη.
«Η ασφάλιση αστικής ευθύνης εργοδότη είναι χρήσιμη και ουσιαστική για οποιαδήποτε εταιρία. Είναι ιδιαίτερα χαμηλού κόστους, εκπίπτει από τη φορολογία, διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα και την βιωσιμότητα μιας επιχείρησης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων που εκ του νόμου πρέπει να αποζημιώσει, παρέχοντας χρηματοδότηση των οικονομικών συνεπειών αυτών των ατυχημάτων. Διασφαλίζει τη φήμη και το όνομα της επιχείρησης, το οποίο πολλές φορές είναι το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο», είπε ο κ. Μάνος.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Κυριάκος Λουφάκης, υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα η ασφάλιση αστικής ευθύνης επιχειρήσεων έφτασε με καθυστέρηση, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τόνισε ότι σήμερα μεγαλύτερη ζήτηση προέρχεται από εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χρηματιστήριο, μεγάλες ανώνυμες εταιρίες, ιδιαίτερα αν κάνουν εξαγωγές, καθώς και από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. «Ήδη, σε κάποιους κλάδους επαγγελματιών, η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι υποχρεωτική. Ωστόσο, η ζήτηση κινείται ανοδικά και από μικρότερες επιχειρήσεις, που απασχολούν 5-10 ή περισσότερους εργαζομένους», υπογράμμισε και επισήμανε ότι σε μια σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία, η ασφάλιση αστικής ευθύνης θα πρέπει να λειτουργεί ως εργαλείο ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις, ως επένδυση και όχι ως ακόμα ένα λειτουργικό έξοδο.