Μολονότι υπήρξε τεράστιο πλήγμα στους Έλληνες φραουλοπαραγωγούς, εξαιτίας της ρωσικής απαγόρευσης για ευρωπαϊκές εισαγωγές, και οι Ελληνες παραγωγοί κηπευτικών έχουν μαρτυρήσει λόγω του Ε.coli, η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά τα τελευταία χρόνια έχουν κατακτήσει καλό όνομα στις ξένες αγορές, ενώ αποτελούν τη «βαριά βιομηχανία» των εξαγωγών μας.

Όπως δημοσιεύει η «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία», πρώτη αγοράζει ελληνικά φρούτα και λαχανικά η Γερμανία, στην οποία εξάγεται το 23% περίπου της εξαγώγιμης παραγωγής, αξίας 320-340 εκατ. ευρώ . Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές σε φρούτα-κηπευτικά (νωπά-μεταποιημένα) ανέρχονται κοντά στο 1,5 δισ. ευρώ . Για ν’ αντιληφθούμε τα μεγέθη, οι εξαγωγές μας σε ελαιόλαδο-λίπη δεν φτάνουν τα 300 εκατ. ευρώ.

Η Ρωσία παραμένει σημαντικός αγοραστής των ελληνικών φρούτων-λαχανικών. Αγοράζει σχεδόν 87.000 τόνους, με μερίδιο 7%, που αποτιμάται σε περίπου 80 εκατ. ευρώ . Οι μεγαλύτερες ποσότητες ελληνικών φρούτων-λαχανικών, νωπών ή μεταποιημένων (κομπόστα κ.ά.), φεύγουν προς Μόσχα και Πετρούπολη, ενώ περίπου 28.000-29.000 τόνοι εισάγονται από τη γειτονική Ουκρανία, που ζητεί πλέον πιστοποιητικά ασφαλείας τροφίμων. Διευκρινίστηκε ωστόσο ότι όσα φορτία είναι στο δρόμο μέχρι σήμερα, θα τα παραλάβει χωρίς την απαίτηση του πιστοποιητικού.

Η βελτίωση εξαγωγών σε φρούτα-κηπευτικά οφείλεται κυρίως στην προσαρμογή Ελλήνων παραγωγών και εταιρειών, στις απαιτήσεις των ξένων αγορών, να παραδίδουν ποιοτικό εμπόρευμα, με συνέπεια και σε καλή συσκευασία-τιμή. Ο μεγαλύτερος παραγωγός φρούτων και λαχανικών παραμένει η Κίνα, αφού κατέχει σε πολλά προϊόντα άνω του 45% της παγκόσμιας παραγωγής και στην Ευρώπη τα σκήπτρα κατέχει η Ισπανία.
«Έλεγχοι ελληνικών και ξένων κρατικών αρχών, χωρών-μελών της κοινότητας και ανεξάρτητων οργανώσεων, έδειξαν ότι το 80% των ελληνικών φρούτων/ λαχανικών έχουν μηδενική ανεύρεση υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. Το υπόλοιπο 20% είναι εντός των προβλεπομένων ορίων από την Κοινότητα και μέχρι το 33% αυτών.

Μάλιστα, αποτελεί απαίτηση των μεγάλων εισαγωγικών εταιρειών στα συμβόλαια με ελληνικές επιχειρήσεις, το ζήτημα των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων», αναφέρει ο Γιώργος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος στο Σύνδεσμο Ελληνικών Εξαγωγικών Επιχειρήσεων Φρούτων Λαχανικών και Χυμών, Incofruit-Hellas.