Θα απολάµβανε µια συνηθισµένη ζωή στη Γενεύη µε όλα όσα του έδινε η πετυχηµένη πορεία του ως οδοντιάτρου. ‘Οµως ο Ζουλιέν Γκριβέλ αποφάσισε να ισορροπήσει ανάµεσα στην ασφάλεια µιας καλοστηµένης ζωής και στην επαφή µε ανθρώπους ακρωτηριασµένους από την ασθένεια της λέπρας, ξεχασµένουςστο Νοσοκοµείο Λοιµωδών Αγία Βαρβάρα στη µακρινή γι’ αυτόν Αθήνα.

Από το 1972 οι χανσενικοί δέχονταν την ανιδιοτελή φροντίδα του ελβετού ανθρωπιστή οδοντιάτρου. Σαράντα χρόνια µετά, ο Ζουλιέν Γκριβέλ εξακολουθεί να πιστεύει ότι τα δώρα που αποκόµισε από εκείνη την περίοδο της ζωής του είναι σίγουρα περισσότερα από αυτά που έδωσε.

Η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» φιλοξενεί την ιστορία του ανθρώπου αυτού που γεννήθηκε το 1943 στη Γενεύη και σήµερα, συνταξιούχος πια, απολαµβάνει τη ζωή και κυρίως τον πολύ ελεύθερο χρόνο του έχοντας βγάλει νοκ άουτ τον σκληρό αντίπαλο της καθηµερινότητάς του, το χρονόµετρο. «Πάντα ήµουν µε ένα ρολόι στο χέρι για να προλαβαίνω τις υποχρεώσεις µου. Τώρα το ρολόι το βάζω µόνο για να βράζω τα αυγά», λέει γελώντας.

‘Οταν το 1972 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Οδοντιατρική Σχολή της Γενεύης, εργάστηκε για τρία χρόνια ως βοηθός οδοντίατρος κι έπειτα άνοιξε τοδικό του ιατρείο. «Η καθηµερινότητά µου κυλούσε οµαλά, σχεδόν µονότονα, χωρίς απρόοπτα. Τη διατάραξε όµως ένας φίλος µου κοινωνιολόγος που µιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά και είχε συµµετάσχει στην ταινία Η τάξη για τη λέπρα, ο οποίος µε ρώτησε αν θα µπορούσα να έλθω στην Ελλάδα να φτιάξω τα δόντια ενός χανσενικού φίλου του».

Αυτός ήταν ο Επαµεινώνδας ∆ραµουντάνης µε τον οποίο συνδέθηκε µέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή η γνωριµία δικαίωσε την επιλογή του. «Το στιγµατισµένο του κορµί ήταν ευθυτενές, ζωντανό και στεκόταν µε αξιοπρέπεια. Παρόλο που ήταν τυφλός, είχε µια απίστευτη δύναµη. Αλλη τόσησυνάντησα και στον Μανώλη Φουντουλάκη που έφυγε πριν από έναν χρόνο».

Οι δυσκολίες στην οδοντιατρική φροντίδα τωνασθενών τουήταν πολλές, αλλά πάντα τιςξεπερνούσε – χρειάστηκε όµως να περνά ολοένα και περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα και το ιατρείο. Οταν πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στο Αγία Βαρβάρα, γνώριζε µόνο τα ρήµατα «είµαι» και «έχω». Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν µπορούσε να ανταποκριθεί στις άµεσες ανάγκες που προέκυπταν όταν φρόντιζε τα δόντια των ασθενών του.

Βρήκε τη λύση γράφοντας σε ένα χαρτάκι που κόλλησε στον τοίχο τις φράσεις που χρησιµοποιούσε: «Ανοίξτε το στόµα σας, θα σας κάνω µια ένεση, έχετε σάκχαρο». Πλέον µιλά ελληνικά περίπου όπως τη µητρική του γλώσσα. Από το 1979 έπαψε να ταξιδεύει µόνος του στην Ελλάδα. Τον συνόδευε η γυναίκα της ζωής του, η Χριστιάννα, η οποία τον στήριζε και τον ενθάρρυνε.

«Η παρουσία της εκεί ήταν σηµαντική για µένα, αν και κάποια στιγµή άρχισα να νιώθω ζήλεια. Οταν ήταν µαζί µου,κάθε µέρα στοιατρείο ο καφετζής έφερνε κεράσµατα! Οταν πήγαιναµόνος µου, δεν έπαιρνα τίποτα». Επειτα από δεκαπέντε χρόνια κοινής ζωής και λίγο πριν σταµατήσει να προσφέρει τις οδοντιατρικές του υπηρεσίες στους χανσενικούς, αποφάσισαννα παντρευτούν µε πολιτικό γάµο.

Ο τόπος που επέλεξε για να παντρευτεί µε τη Χριστιάννα του ήτανφυσικά το δηµαρχείο στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας.

Η ανθρωπιστική του δράση όµως δεν σταµατάει στους χανσενικούς.

Είναι ιδρυτικό µέλος της µη κυβερνητικής οργάνωσης ACDAM στο Μάλι της Αφρικής. Από το 1988 µέχρι το 1996 δηµιούργησε δύο κέντρα οδοντιατρικής, ασχολήθηκε µε την εκπαίδευση νοσοκόµων-οδοντιάτρων, ίδρυσε ένα χειρουργείο και µερίµνησε για τον εξοπλισµόπολλών µαιευτηρίων τόσο στο χωριό Μπαρουέλι όσο και στην πόλη του Σέγκου.

Η Ελλάδα για εκείνον είναι ένα αναπόσπαστο κοµµάτιτης ζωής του. Εκτός από τη µελέτη των λογοτεχνών, ο Ζουλιέν Γκριβέλ παρακολουθεί την επικαιρότητα αλλά και οτιδήποτε συµβαίνει εδώ. Οι πολιτικές εξελίξεις δεν τον αφήνουν αδιάφορο και φυσικά έχει τη δική του άποψη: «’Ερχοµαι στην Ελλάδα πάνω από 30 χρόνια και ξέρω πόσο σκληρά δουλεύουν οι περισσότεροι ‘Ελληνες και πόσο χαµηλά αµείβονται σε σχέση µε τους Ευρωπαίους». Ήταν ενηµερωµένος και για την επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «Το νησί». «Το έχω δει, αλλά υπάρχουν κάποια στοιχεία που δεν έχουν σχέση µε την πραγµατικότητα. Τα πράγµατα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Ο γιατρός δεν έµενε µαζί τους αλλά στην Πλάκα και τους επισκεπτόταν αραιά και πού».