Το εμβληματικό πορτρέτο της Αικατερίνης (Ρόζας) Μπότσαρη, κόρης του Σουλιώτη οπλαρχηγού Μάρκου Μπότσαρη, το οποίο επί δεκαετίες παρέμενε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έχει την ευκαιρία και πάλι να θαυμάσει το κοινό. Στο πλαίσιο του εορτασμού της επικείμενης επετείου της 25ης Μαρτίου, η Εταιρεία για τον Ελληνισμό και Φιλελληνισμό (ΕΕΦ) και το Μουσείο Φιλελληνισμού στην Αθήνα, παρουσίασαν τον εξαιρετικό πίνακα που φιλοτεχνήθηκε το μακρινό 1841 από τον κορυφαίο Γερμανό Φιλέλληνα ζωγράφο Joseph Karl Stieler, το οποίο αποκτήθηκε από το Μουσείο Φιλελληνισμού τον Δεκέμβριο του 2024 και επισήμως πλέον βρίσκεται στη συλλογή του στην Αθήνα. Να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο πορτρέτο είχε δημοπρατηθεί από τον οίκο Cypria Auctions της Κύπρου και κατοχυρώθηκε στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 248.000 ευρώ. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για έργο του Joseph Karl Stieler.

Να σημειωθεί ότι τα αποκαλυπτήρια του έργου έγιναν από την απόγονο της Αικατερίνης (Ρόζας) Μπότσαρη, που φέρει το ίδιο ονοματεπώνυμο. «Η Ρόζα Μπότσαρη παρουσιάζει τη Ρόζα Μπότσαρη», ήταν χαρακτηριστικά ο τίτλος της εκδήλωσης, με την πλέον συγκινητική στιγμή της βραδιάς να είναι η στιγμή που η Ρόζα Μπότσαρη μαζί με την αδελφή της Μαρίλια τράβηξαν την κουρτίνα και αποκάλυψαν την προσωπογραφία. Το κοινό που είχε κατακλύσει τον χώρο του Μουσείου ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Μάλιστα αρκετοί ήταν εντυπωσιασμένοι από την ομοιότητα των δύο κοριτσιών: της Ρόζας του πορτρέτου και της Ρόζας που ήταν παρούσα στον χώρο.

Στην εισαγωγική ομιλία ο ιδρυτής και πρόεδρος του Μουσείου Φιλελληνισμού, Κωνσταντίνος Βελέντζας, σημείωσε ότι προτεραιότητα του Μουσείου είναι ο εμπλουτισμός της συλλογής με έργα και κειμήλια που αναδεικνύουν και αποκαλύπτουν την ιστορία του φιλελληνικού κινήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως εξήγησε, η προσωπογραφία της Ρόζας Μπότσαρη από τον Joseph Karl Stieler συνιστά μια προσθήκη στη συλλογή του Μουσείου τόσο ύψιστης καλλιτεχνικής αξίας όσο και πολύτιμου ιστορικού τεκμηρίου.

Αναφέρθηκε επίσης στα τρία πρόσωπα που συνδέονται με το έργο. Το πρώτο πρόσωπο είναι ο Λουδοβίκος Α’, βασιλιάς της Βαυαρίας (και πατέρας του Όθωνα) κατά την περίοδο 1825-1848, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες. Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο ίδιος ο ζωγράφος που επίσης ήταν φιλέλληνας. Ο Stieler φιλοτέχνησε δύο αντίγραφα της Ρόζας Μπότσαρη, το ένα εκτίθεται στο Μόναχο και το άλλο, πλέον, στο Μουσείο Φιλελληνισμού. «Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος ταυτίστηκε στην κοινή γνώμη με τον Λεωνίδα της αρχαίας Σπάρτης. Τα παιδιά του έγιναν σύμβολα, με τη Ρόζα να συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση Ελληνίδας, η οποία γεννήθηκε ως κόρη ενός μεγάλου αγωνιστή τον οποίον όμως ποτέ δεν γνώρισε», επισήμανε ο κ. Βελέντζας.

Περισσότερα για τη Ρόζα Μπότσαρη ανέφερε στη συνέχεια η απόγονός της, αλλά προτού ανέβει στο βήμα, λίγα λόγια στους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση είπε και ο Γερμανός Πρέσβης στην Ελλάδα, Αντρέας Κιντλ: «Ο πίνακας αυτός είναι μέρος της συλλογής «Οι Καλλονές» που εκτίθεται στο Μόναχο, εκεί όπου κάθε χρόνο τον βλέπουν 400.000 άνθρωποι, επομένως είναι πολύ σημαντικό που πλέον και εμείς στην Αθήνα έχουμε αυτή την τύχη να μπορούμε να αντικρίζουμε αυτό το έργο. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει 38 πίνακες οι οποίοι είχαν στόχο να αναπαραστήσουν την ιδέα της ομορφιάς της εποχής εκείνης· η Ρόζα ήταν η μοναδική Ελληνίδα δίπλα στις υπόλοιπες Βαυαρές καλλονές, ήταν σαν να λέμε η… Μις Ελλάς του 19ου αιώνα».

Ο πρέσβης παρέλαβε αναμνηστικά και τιμητικές διακρίσεις από τον πρόεδρο του Μουσείου Φιλελληνισμού,  για να πάρει τον λόγο ακολούθως η Ρόζα Μπότσαρη. Η νεαρή ευχαρίστησε τον κύριο Βελέντζα για τις ενέργειες του Μουσείου Φιλελληνισμού και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ιστορία της Αικατερίνης (Ρόζας) Μπότσαρη: από τη γέννησή της και τα χρόνια της αιχμαλωσίας της από τους Τούρκους, τη μετέπειτα φυγάδευσή της μαζί με την οικογένειά της στην Ανκόνα της Ιταλίας, την εκπαίδευσή της και την επιστροφή στην πατρίδα, την παρουσία της στην Βασιλική Αυλή ως πρώτης Ελληνίδα Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν στον γάμο της, τη γέννηση των τεσσάρων της παιδιών (δύο κόρες, δύο γιοι) και τον πρόωρο χαμό των δύο κοριτσιών της, έως τον θάνατό της σε ηλικία 57 ετών. «Το όνομά της έμεινε στην αιωνιότητα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ομορφιά της αλλά και με την αγνότητα του χαρακτήρα της», σημείωσε στον επίλογο της ομιλίας της.