Στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας αναμένεται να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, που εκοιμήθη σήμερα, Σάββατο 25/1 σε ηλικία 95 ετών, μετά από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» ενώ η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί στην Αλβανία.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος που αποτέλεσε σύμβολο ανθρωπισμού, ήταν ένας ιεραπόστολος της ειρήνης και της καταλλαγής και έδωσε τον δικό του αγώνα με στόχο την ειρηνική συμβίωση μεταξύ των κοινοτήτων με διαφορετικές θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, και άφησε πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη.

Μάλιστα ήταν αυτός ο οποίος το 1992 κατάφερε να αναστηλώσει την Ορθόδοξη Εκκλησίας της Αλβανίας λαμβάνοντας επίσης τη θέση του Προκαθημένου της.

Η σορός του μακαριστού Αρχιεπισκόπου αναμένεται να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η κηδεία του θα τελεστεί την ερχόμενη Πέμπτη 30/1 στα Τίρανα, όπως ήταν η επιθυμία του.

Το σπουδαίο έργο που αφήνει πίσω του

Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος ήταν ο φωτισμένος ιεράρχης, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης κατά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, που αναγέννησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και είχε σημαντικό ιεραποστολικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο.

Γεννήθηκε στον Πειραιά την 4η Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα κι αργότερα στον Πειραιά.

Σταθμοί στη ζωή του: το 1952, ολοκληρώνει αριστούχος τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1960, χειροτονείται διάκονος· τέσσερα χρόνια αργότερα πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης· το 1965-1969, σπουδάζει Θρησκειολογία, Ιεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου· το 1972, εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1981-1990, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα) αναπτύσσει ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο· το 1991 γίνεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1992, εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας· και, το 2005, γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και αρχιερέας. Ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Διετέλεσε επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.

Ήταν 24 Ιουνίου του 1992 όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας τον επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο και η Εκκλησία της Αλβανίας αποκτούσε και πάλι κεφαλή ύστερα από χρόνια.

Με σύνθημα το «Χριστός Ανέστη», ο Αρχιεπίσκοπος φθάνει στην Αλβανία από το 1991 ως Πατριαρχικός Έξαρχος προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα. Η οργάνωσή της ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το έδαφός της ήταν κατεξοχήν εχθρικό, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία λόγω της ελληνικής καταγωγής του και καμιά εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εργάστηκε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και έδωσε ελπίδα –ελπιδοφόρο και το σύνθημά του «Χριστός Ανέστη»- και βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως στην Αλβανία, στα χρόνια που κράτησε το πηδάλιο της Εκκλησίας. Προχώρησε στην ανασύσταση και ανασυγκρότηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, με τη διαμόρφωση αρχικά νέου καταστατικού χάρτη το 2006. Καθόρισε, επίσης, τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία με επίσημη Συμφωνία, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2009. Παράλληλα, ξεκίνησε τους αγώνες διεκδίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία το αθεϊστικό κράτος του Χότζα είχε δεσμεύσει.

Η Αλβανία απέκτησε σχολεία, πανεπιστήμια, ναούς, χώρους εργασίας και παραγωγής έργου για τις υπηρεσίες της Εκκλησίας, οικοτροφεία, πνευματικά κέντρα, χώρους αγάπης και φιλοξενίας για ορφανά και ηλικιωμένους, θεολογική ακαδημία για την εκπαίδευση των στελεχών της, ενώ η Αρχιεπισκοπή άνοιξε την αγκαλιά της όχι μόνο για τους χριστιανούς για τους οποίους έγινε σημείο αναφοράς, αλλά και για όλους όσοι είχαν ανάγκες χωρίς διακρίσεις.

Ο ιεραπόστολος των εθνών ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε επίτιμο μέλος της.

Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη, υπήρξε επίτιμο μέλος της Θεολογικής Aκαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Έλαβε Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996), του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998), του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης, έλαβε το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).

Επιπρόσθετα, είχε παρασημοφορηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, τον Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, τον Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α’ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τον Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α’ του Πατριαρχείου Ρωσίας, τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας, τον Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, τον Χρυσό Σταυρό μετά Δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας, μεταξύ άλλων.

Πάντα με ταπεινότητα, είχε λάβει πολλά βραβεία. Μεταξύ αυτών, το βραβείο Giuseppe Sciacca «για την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική αλληλεγγύη», σε ειδική τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015 στη Ρώμη.