Το ρεβεγιόν στις μέρες μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, αλλά πήρε τη συγκεκριμένη μορφή του μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς στο παρελθόν δεν αφορούσε τις συγκεκριμένες γιορτές.
Ως συνήθεια εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία των Βουρβόνων, περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι κοιμόντουσαν τις πρώτες βραδινές ώρες, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, άρα και τρόπος να ξενυχτήσουν αποτελεσματικά. Οι Γάλλοι πλούσιοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πλήξη τους, ξεκίνησαν να διοργανώνουν εκδηλώσεις στις επαύλεις, σερβίροντας φαγητό μέχρι το πρωί. Έτσι, έδιναν κίνητρο στους καλεσμένους να συμμετέχουν μέχρι πρωίας, παρά τα προβλήματα στον φωτισμό.
Στόχος ήταν ο οικοδεσπότης να προβάλει τα πλούτη και τη γενναιοδωρία του, προσφέροντας πάντα ασυνήθιστα ή σπάνια γεύματα, αποφεύγοντας πιάτα της καθημερινότητας, ενώ απουσίαζε η θρησκευτική σύνδεση. Το ρεβεγιόν γινόταν σε μέρος της περιουσίας του οικοδεσπότη και το φαγητό ήταν η ουσία, με τον χορό, τη μουσική και το ποτό να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.
Το 1789, η Γαλλική Επανάσταση έφερε τη γιορτή στους φτωχούς, καθιερώνοντας το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, ενώ έδωσε περισσότερο βάρος στη διασκέδαση, με την εκδήλωση να χάνει το υπερβολικά αυστηρό της πλαίσιο.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1815, η νέα βασιλική οικογένεια της Γαλλίας συνέχισε τα ρεβεγιόν, υιοθετώντας τις προηγούμενες συνήθειες. Εντούτοις, για να αποφύγει να εφαρμόσει ανοιχτά τα έθιμα των φτωχών, συνέδεσε το ρεβεγιόν με τη θρησκεία. Ταυτόχρονα, διαδόθηκε στις υπόλοιπες βασιλικές αυλές και κυρίως σε μέρη με τεράστιο πληθυσμό καθολικών, όπως στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ.
Έκτοτε, οι φτωχοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα, επειδή ξενυχτούσαν στην εκκλησία για τη λειτουργία και γυρνούσαν σπίτι αργά το βράδυ, ενώ οι πλούσιοι έκαναν ρεβεγιόν την Πρωτοχρονιά για να αποφύγουν τους μη γαλαζοαίματους.
Η σημερινή του μορφή
Μέχρι τα μισά του 20ού αιώνα υπήρχαν ρεβεγιόν δύο «ταχυτήτων» και χωρίς να έχει οριστεί αν θα γίνονται Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά, κάτι που άλλαζε αναλόγως τη χώρα ή την κοινωνική τάξη κάποιου. Π.χ., στην Πορτογαλία γιόρταζαν ανήμερα της γέννησης του Χριστού, ενώ στη Βραζιλία την πρώτη μέρα του νέου χρόνου.
Κατά τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, όμως, υποχώρησε το θρησκευτικό συναίσθημα, μειώθηκε η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, ενώ εντάθηκε και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.
Το ρεβεγιόν, λοιπόν, έγινε εμπορική γιορτή για Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, με φτωχούς και πλούσιους να γιορτάζουν τις ίδιες μέρες. Παράλληλα, καθιερώθηκε η ανταλλαγή δώρων, η κατανάλωση αλκοόλ και η διασκέδαση μέχρι πρωίας, αλλά και η διεξαγωγή της γιορτής σε άλλο μέρος, πέρα από την περιουσία του οικοδεσπότη, όπως ένα εστιατόριο.
Τα φαγητά στο ρεβεγιόν
Το ρεβεγιόν από τη φύση του περιλαμβάνει πολλά φαγητά, αφού, σύμφωνα με τους κανόνες του, οι συμμετέχοντες «πρέπει να σερβίρονται από τη στιγμή που φτάνουν μέχρι που αναχωρούν».
Τα φαγητά, λοιπόν, επιδιώκεται να είναι πολυτελή, σπάνια και γενικώς ξεχωριστά ώστε να κάνουν εντύπωση στον καλεσμένο, με το αν χορτάσει να μην είναι το βασικό, καθώς αναμένεται να τρώει όλο το βράδυ.
Παραδείγματος χάρη, στην Προβηγκία υπάρχει η παράδοση δεκατριών επιδορπίων, ενώ σε μέρη της Βορείου Αμερικής, όπως στο Κεμπέκ, σερβίρεται κρεατόπιτα ως ορεκτικό και όχι ως κυρίως πιάτο.
Επίσης, τα πιάτα μπορεί να περιλαμβάνουν γαλοπούλα με γέμιση, αστακό, στρείδια, σαλιγκάρια ή φουάγκρα, με το βάρος να δίνεται στα επιδόρπια, επειδή μπορεί να παραχθούν πιο εύκολα και σε περισσότερες παραλλαγές σε σχέση με το κυρίως πιάτο.
Όσον αφορά στο αλκοόλ, το ποτό που σερβίρεται διαφέρει αναλόγως τη χώρα που μένει κάποιος, αλλά γενικώς συστήνεται κάτι ακριβό (όπως μια σαμπάνια) και όχι κάτι που μπορεί να επηρεάσει έντονα τη διάθεση (πχ. ούζο).