Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, προσμονής αλλά και αβεβαιότητας και άγχους προκαλεί η επιστροφή των μαθητών στα θρανία μετά από δύο και πλέον μήνες ξεγνοιασιάς.
Σύμφωνα με την οργάνωση «Μαζί για το Παιδί», έχει παρατηρηθεί πως κοινές πηγές ανησυχίας για τα παιδιά αποτελούν η απόκτηση νέων φίλων και η διατήρηση των παλιών, η αλλαγή των εκπαιδευτικών και της διδακτέας ύλης, καθώς και η αύξηση του όγκου του διαβάσματος για το σπίτι.
«Όλα τα παιδιά είναι φυσιολογικό να βιώνουν άγχος», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, διοικητική υπεύθυνη συμβουλευτικής της Γραμμής 115 25 και του Συμβουλευτικού Κέντρου του Μαζί για το Παιδί, Ελένη Κουτσοπούλου, προσθέτοντας όμως ότι υπάρχει όριο, το οποίο αν ξεπεραστεί θα πρέπει το παιδί να τύχει υποστήριξης.
Η επιστημονική ομάδα του Μαζί για το Παιδί συνέταξε έναν οδηγό για να βοηθήσει γονείς και φροντιστές να υποστηρίξουν τα παιδιά στην επικείμενη μετάβασή τους στην επόμενη σχολική τάξη ή εκπαιδευτική βαθμίδα. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρεται ότι η προετοιμασία των παιδιών πριν την επιστροφή στο σχολείο είναι κομβικής σημασίας καθώς τα βοηθά να εξοικειωθούν και να προσχεδιάσουν μια ρουτίνα απέναντι στο άγνωστο κάτι που μειώνει την αβεβαιότητα. Πολύ σημαντικό, όπως αναφέρεται στον οδηγό, είναι οι γονείς να δείχνουν ενδιαφέρον και να ακοούν τα συναισθήματα των παιδιών, να εξηγούν ότι είναι φυσιολογική η ανησυχία τους και γενικότερα, να δίνουν σημασία σε όλες εκείνες τις κρίσιμες λεπτομέρειες που θα κάνουν πιο ομαλή τη μετάβαση των παιδιών στη νέα τους πραγματικότητα.
Για κάποια παιδιά, η προσαρμογή μπορεί να είναι λίγο πιο δύσκολη και υπάρχουν συγκεκριμένα σημάδια που μπορεί να δείξουν στους γονείς ότι το παιδί τους πιέζεται. «Θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι σημαντικό ένα παιδί να ενισχύεται, ώστε να εκφράζει είτε το ευχάριστο είτε το δυσάρεστο συναίσθημά του. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εντοπίσουμε τις όποιες αλλαγές και να αντιληφθούμε αν κάτι το προβληματίζει στην καθημερινότητά του. Αναφορικά με τα σημάδια που ενδέχεται να υποδηλώνουν κάποια μορφή πίεσης σε ψυχοσωματικό επίπεδο μπορεί να είναι τα κοιλιακά άλγη, οι πονοκέφαλοι, η τάση για έμετο, η μείωση της ορέξεως, δυσκολίες στο ύπνο κα. Σε επίπεδο συμπεριφοράς προβληματιζόμαστε ανυπάρξει μία μεταβολή της συμπεριφοράς του παιδιού σε σύντομο χρονικό διάστημα όπως για παράδειγμα επίμονη άρνηση στο να πάει στο σχολείο, απόσυρση, ευερεθιστότητα κ.α», τονίζει η κ. Κουτσοπούλου.
Πολλές φορές είναι δύσκολο για τους γονείς να ξεχωρίσουν πότε το παιδί τους βιώνει μια στρεσογόνο κατάσταση που είναι μέσα στα όρια του επιτρεπτού από το άγχος που χρήζει προσοχής. «Η έναρξη της καινούργιας χρονιάς φέρνει τους μαθητές αντιμέτωπους με το άγνωστο. Όλα τα παιδιά είναι φυσιολογικό να βιώνουν άγχος, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με αφορμή την επικείμενη επιστροφή τους στις σχολικές αίθουσες. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού άγχους έγκειται στον βαθμό λειτουργικότητας. Το άγχος αρχίζει να αποτελεί πρόβλημα όταν επιφέρει σημαντική έκπτωση στην ικανότητα του παιδιού να ανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρούμε επίμονα αιτήματα για αποφυγή του σχολείου, πεσμένη διάθεση για διάστημα μεγαλύτερο της μίας εβδομάδας, συγκρούσεις με τους γονείς και τα αδέρφια της οικογένειας. Επιπλέον, σημάδια παθολογικού άγχους μπορούν να αποτελέσουν η απότομη πτώση στις επιδόσεις του μαθητή, η δημιουργία καταστροφολογικών σεναρίων για την καινούργια χρονιά και οι σωματικές ενοχλήσεις που θέτουν εμπόδια στην τέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων», συμπληρώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια.
Ένα κομβικό σημείο, το οποίο συχνά δυσκολεύει τους γονείς σε αυτές τις συνηθισμένες καταστάσεις, είναι να κατανοήσουν τις πραγματικές διαστάσεις του όποιου προβλήματος για να επιλέξουν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης. «Η αντιμετώπιση προκλήσεων στο οικογενειακό πλαίσιο, ειδικά κατά περιόδους αλλαγών και μεταβάσεων είναι κάτι απόλυτα αναμενόμενο και φυσικό. Εφόσον οι γονείς παρατηρήσουν πως οι δυσκολίες δεν υποχωρούν ή ακόμα και εντείνονται ή αν αμφιβάλλουν για το κατά πόσο τους ταιριάζει ο τρόπος με τον οποίο έχουν επιλέξει να διαχειριστούν μία δυσκολία, η επαφή με έναν ειδικό ψυχικής υγείας μπορεί να είναι από βοηθητική έως απαραίτητη», επισημαίνει η κ. Κουτσοπούλου, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι πολύ χρήσιμη μπορεί να φανεί η ανατροφοδότηση από το σχολείο ως προς την εικόνα που έχει το παιδί στο σχολείο και επομένως είναι ιδιαίτερα επωφελής η συνεργασία μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών.
Προκλήσεις για την έναρξη της σχολικής χρονιάς αντιμετωπίζουν οι μαθητές όλων των ηλικιών, ωστόσο υπάρχουν δύο ορόσημα στη σχολική ζωή ενός παιδιού που μπορεί να παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυσκολία. «Κάθε αναπτυξιακή περίοδος έχει τις δικές της δυσκολίες. Συχνότερα παρατηρούνται μεγαλύτερες προκλήσεις στις αλλαγές από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό και από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Σε αυτά τα δύο ορόσημα όχι μόνο υπάρχουν ιδιαίτερες αναπτυξιακές ανάγκες (πέρασμα από τη νηπιακή ηλικία στη σχολική καθώς και η μετάβαση στην εφηβεία) αλλά και τα παιδιά καλούνται να μάθουν εκ νέου και να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις μίας νέας εκπαιδευτικής βαθμίδας κάτι το οποίο προϋποθέτει αναπροσαρμογές σε επίπεδο μαθησιακό, προσωπικό και κοινωνικό. Με άλλα λόγια, τα παιδιά “χάνουν” τις γνωστές ρουτίνες, το οικείο σχολικό περιβάλλον, τους γνωστούς δασκάλους/καθηγητές αλλά ενδεχομένως και τις υφιστάμενες παρέες τους. Για αυτό και οι πιο κοινές ανησυχίες των παιδιών που μεταβαίνουν σε νέα σχολική βαθμίδα είναι η απόκτηση και η διατήρηση φίλων, το διάβασμα στο σπίτι, η μείωση ελεύθερου χρόνου και οι προσδοκίες των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή τους. Τέλος, καλό είναι να σημειωθεί ότι -ανεξαρτήτως ηλικίας- παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, παιδιά που διαχειρίζονται πολλαπλές αλλαγές στη ζωή τους, παιδιά που έχουν βιώσει σχολικό εκφοβισμό ή/και παιδιά που δεν έχουν γονική υποστήριξη, ενδέχεται να χρειαστούν περισσότερη στήριξη», καταλήγει η κ. Κουτσοπούλου.