Τρομερά μεγάλη γεωγραφική ανισοκατανομή παρουσιάζει ο πληθυσμός της χώρας μας καθώς το 80% των κατοίκων συγκεντρώνεται σε μόλις 710 οικισμούς από τους συνολικά 13.586, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών.

Αυτή η ανισοκατανομή αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα, που καθορίζουν την ισόρροπη ανάπτυξη της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί οι μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις συνάδουν με μεγάλες συγκεντρώσεις οικονομικών και λοιπών δραστηριοτήτων σε λίγες τοποθεσίες, με προφανείς επιπτώσεις στη διαμόρφωση του αναπτυξιακού χαρακτήρα της επικράτειας.

Για να αντιληφθεί κανείς αυτόν τον υδροκεφαλισμό, πρωτίστως σε Αττική και Θεσσαλονίκη, αρκεί να αναλογιστεί ότι το 56,6% των κάτοικων της χώρας (5,9 από τα 10,5 εκατομμύρια) διαμένει μόνο σε 100 από τους 13.586 οικισμούς της. Στον αντίποδα 2.172 οικισμοί έχουν λιγότερους από 10 κατοίκους (συνολικά 6.299 άτομα) ενώ στους 838 από αυτούς δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι.

Ειδικότερα, ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, ανέρχεται σε 10,5 εκατομμύρια. Οι δύο πολυπληθέστερες Περιφερειακές Ενότητες της χώρας (Θεσσαλονίκης και Κεντρικού Τομέα Αθηνών) συγκεντρώνουν 2,1 εκατομμύρια, ήτοι το 20% των κατοίκων, ενώ καταλαμβάνουν μόλις το 2,8% της έκτασης της Ελλάδας. Αντίστοιχα οι δέκα πολυπληθέστερες (εκ των οποίων οι έξι βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής), έχουν το 53% του πληθυσμού και το 12,8% της έκτασης της Ελλάδας.

Στον αντίποδα οι δέκα Περιφερειακές Ενότητες με τον λιγότερο πληθυσμό είναι όλες νησιώτικες, διαθέτουν το 0,86% του συνολικού πληθυσμού (89.900 άτομα) και καταλαμβάνουν το 2,1% της έκτασης.

Τι συμβαίνει σε επίπεδο δήμων

Το φαινόμενο της έντονης ανισοκατανομής αποτυπώνεται και σε επίπεδο Δήμων. Στους δέκα 10 πολυπληθέστερους από τους 332 Δήμους της χώρας μας (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πατρέων, Ηρακλείου, Πειραιώς, Λαρισαίων, Βόλου, Περιστερίου, Ρόδου και Ιωαννιτών) βρίσκεται συγκεντρωμένο το 21% του συνολικού πληθυσμού (δηλαδή 2,2 εκατομμύρια κάτοικοι). Αντίστοιχα οι δέκα ολιγοπληθέστεροι Δήμοι (Τήλου, Φολεγάνδρου, Μεγίστης, Χάλκης, Η.Ν. Ψαρών, Ανάφης, Αγίου Ευστρατίου, Σικίνου, Αγαθονησίου και Γαύδου) συγκεντρώνουν μόλις 4,1 χιλ. κατοίκους (0,04% του συνολικού πληθυσμού).

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, το φαινόμενο της έντονης πληθυσμιακής ανισοκατανομής καταγράφεται ακόμη περισσότερο όταν αλλάξουμε κλίμακα και μελετήσουμε τις Δημοτικές Ενότητες. Όσες έχουν μόνιμο πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους είναι μόλις οκτώ (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πατρέων, Πειραιώς. Ηρακλείου, Λαρισαίων, Περιστερίου και Αχαρνών) και οι μισές από αυτές βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής. Στον αντίποδα έντεκα Δημοτικές Ενότητες έχουν λιγότερους από 100 κατοίκους η κάθε μία, οι περισσότερες εκ των οποίων (5) βρίσκονται στην Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών.

Ειδικότερα, σε μόλις 66 Δημοτικές Ενότητες από τις 1.036, διαμένει το 50,1% του συνολικού μόνιμου πληθυσμού (5,25 εκατομμύρια) στο 4,3% της συνολικής έκτασης της χώρας. Πρόκειται για Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή αποτελούν μέρος των πρωτευουσών αρκετών Περιφερειακών Ενοτήτων (δείτε τον σχετικό χάρτη). Παράλληλα άνω του 80% του μόνιμου πληθυσμού μας (8,4 εκατομμύρια) συγκεντρώνεται σε 277 Δημοτικές Ενότητες που κατέχουν το 25,2% της συνολικής έκτασης

Τι συνέβαινε παλαιότερα

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της εξέλιξης της πληθυσμιακής ανισοκατανομής στη χώρα μας, αναφέρουμε ότι το 1951 το 80% του τότε πληθυσμού (7,6 εκατομμύρια) κατοικούσε σε 2.175 από τους 5.975 ΟΤΑ της εποχής εκείνης στους οποίους αναλογούσε το 55,5% της έκτασης της χώρας, ενώ περίπου το 50% (3,8 εκατομμύρια) κατοικούσε σε 325 ΟΤΑ (13,4% της έκτασης της χώρας). Με άλλα λόγια το ποσοστό της έκτασης που φιλοξενεί το 80% του πληθυσμού της χώρας μειώθηκε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια στο μισό, από 55,5% σε 25,2 της συνολικής επιφάνειας. Στην διαπίστωση αυτή πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 7,6 εκατ. σε 10,5 εκατ., κάτι που εντείνει ακόμα περισσότερο το φαινόμενο πληθυσμιακής ανισοκατανομής και συγκέντρωσης.

Ανισοκατανομές και στο εσωτερικών των Περιφερειακών Ενοτήτων

Κόσμος στην Αθήνα

Ανισοκατανομή χαρακτηρίζει όμως και το εσωτερικό της κάθε Περιφερειακής Ενότητας Ειδικότερα ο πληθυσμός του μεγαλύτερου αστικού κέντρου της κάθε Περιφερειακής Ενότηταςείναι στις περισσότερες των περιπτώσεων δυσανάλογα «μεγάλος» και αυτό αποτυπώνεται και στο ειδικό πληθυσμιακό βάρος της μεγαλύτερης πληθυσμιακά Δημοτικής Κοινότητας (δηλαδή στο ποσοστό του πληθυσμού της ως προς τον πληθυσμό της Περιφερειακής Ενότητας).

Από την ανάλυση του Ινστιτούρου Δημοκρατικών Ερευνών και Μελετών προκύπτει ειδικότερα ότι:

ί) σε έξι Περιφερειακές Ενότητες (Πατρέων, Λαρισαίων, Ξάνθης, Κομοτηνής, Δράμας και Τρικκαίων) η πολυπληθέστερη Δημοτική Κοινότητα συγκεντρώνει περισσότερο από το 50% του πληθυσμού της αντίστοιχης Περιφερειακής Ενότητας ενώ ταυτόχρονα καταλαμβάνει λιγότερο από το 3% της έκτασης της,

ⅱ) υπάρχουν 31 Περιφερειακές Ενότητες όπου η πολυπληθέστερη Δημοτική τους Κοινότητα συγκεντρώνει το 20 – 49,6% του συνολικού πληθυσμού στο 0,31-4,72% της έκτασης της κάθε μιας από αυτές,

iii) οι νησιώτικες Περιφερειακές Ενότητες διαθέτουν διαφορετικά μοτίβα στην κατανομή του πληθυσμού τους που εξαρτώνται από το μέγεθος και τον χαρακτήρα του κάθε νησιού, και,

ίν) οι Δημοτικές Κοινότητες των μεγάλων αστικών συμπλεγμάτων της Αττικής και της Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα γιατί οι Περιφερειακές Ενότητες στις οποίες ανήκουν είναι κυρίως αστικές με μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις, όπως πχ. η Περιφερειακή Ενότητα του Κεντρικού τομέα Αθηνών.

Φταίει το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης

Η εξαιρετικά άνιση αυτή κατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσμα του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης και της απουσίας χωροταξικού σχεδιασμού, συνοδεύεται όχι μόνον από την άνιση κατανομή στο χώρο του εργατικού δυναμικού, των οικονομικών δραστηριοτήτων, του παραγομένου πλούτου αλλά και από μια προβληματική κατανομή του πληθυσμού ανά ηλικία (αυξημένη γήρανση). Δημιουργεί, εκτός των άλλων, σοβαρά ζητήματα στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στην εδαφική της συνοχή της, ενώ έχει ήδη επηρεάσει και τον δημογραφικό δυναμισμό πολλών περιοχών με μικρές πληθυσμιακές πυκνότητες όπου καταγράφονται συνήθως ετησίως υψηλές αναλογίες θανάτων ανά γέννηση και υψηλοί ρυθμοί μείωσης του πληθυσμού, εγείροντας βάσιμες αμφιβολίες ως προς την δυνατότητα αποφυγής της δημογραφικής τους κατάρρευσης.