Είναι απόγευμα της μοιραίας 23ης Ιουλίου 2018. Η Ιωάννα Πεταλά βρίσκεται στο σπίτι της στο Μάτι και πληροφορείται από την τηλεόραση πως έχει ξεσπάσει πυρκαγιά στην περιοχή Νταού Πεντέλης. Συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις μέχρι τις 17:40 που κόβεται απότομα το ρεύμα. Δέκα λεπτά αργότερα, η μητέρα της αντιλαμβάνεται ότι στο απέναντι οικόπεδο καίγονται οι καλαμιές. «Ιωάννα, θα καούμε. Τρέξε!» φωνάζει.
Η Ιωάννα, η μητέρα της και ο πατέρας της βγαίνουν αλαφιασμένοι από το σπίτι, μπαίνουν στο αυτοκίνητο μιας γειτόνισσας, μαζί με μια άλλη φίλη και τα κατοικίδιά τους, και κατευθύνονται προς τη θάλασσα, ενώ οι φλόγες είναι πλέον παντού πίσω τους. Στην οδό Περικλέους επικρατεί πανικός. Ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα από εκατοντάδες οικογένειες που προσπαθούν να διαφύγουν. Όταν ακινητοποιούνται, η Ιωάννα ουρλιάζει να βγουν όλοι έξω από το αυτοκίνητο γιατί θα καούν εκεί. Βγαίνοντας, σκοντάφτει και πέφτει κάτω, χάνοντας τα γυαλιά της, ενώ στην προσπάθεια να τα βρει, καίγονται τα χέρια της. Έχει μαυρίσει ο τόπος. Σηκώνεται και, μέσα στους καπνούς, αρχίζει να ψάχνει τους γονείς της. Το μυαλό της δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί αυτά που βλέπει.
Γύρω της, κόσμος τρέχει και ουρλιάζει. Κοκκινόμαυρες γλώσσες φωτιάς, καλύπτουν τα πάντα, μέχρι τον ουρανό. Βλέπει έναν νεαρό, που φοράει μόνο ένα μποξεράκι. Έχει πιάσει φωτιά, να κραυγάζει: «Καίγομαι!». Μια μάνα, κρατά στην αγκαλιά της ένα παιδάκι νεκρό ή λιπόθυμο. Ουρλιάζει «Το παιδί μου είναι νεκρό!»
«Κοπελιά, καίγεσαι», ακούει μια φωνή. Από ένστικτο, η Ιωάννα τρέχει κατευθείαν στη θάλασσα. Η θάλασσα στην περιοχή όμως δεν έχει ακτή, έχει απόκρημνους γκρεμούς και βράχια. Πιάνεται από έναν βράχο για να μην την παρασύρουν τα κύματα που τραβούν τις σάρκες της. Βλέπει το δέρμα της να βγαίνει ολόκληρο, σαν να φοράει γάντι. Εκρήξεις, κραυγές απελπισίας, σκοτάδι, μυρωδιά καμένου παντού. Κι όμως, δεν γίνεται πόλεμος…
Βιβλίο – ντοκουμέντο με μαρτυρίες και απολογίες
Αυτή είναι μια μόνο από τις δεκάδες μαρτυρίες που έχει συλλέξει η Μαρίνα Καρύδα από εκείνη την ημέρα. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων και συνιδρύτρια από το 2021 της Sulvia Burn Association, της μοναδικής οργάνωσης για το έγκαυμα και τους εγκαυματίες στην Ελλάδα, που έχει ως ιδρυτικό δωρητή το Κοινωφελές Ίδρυμα Ι.Σ. Λάτση. Όλες αυτές τις μαρτυρίες, καθώς επίσης και την έκθεση του πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου, το κατηγορητήριο και τις απολογίες στη δίκη που ακολούθησε, τις συμπεριέλαβε σε ένα βιβλίο-ντοκουμέντο που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από της εκδόσεις «Παπαδόπουλος», υπό τον τίτλο «Μάτι, 23 Ιουλίου 2018».
«Το έργο της είναι ένα σύγχρονο μνημείο νεκρών και ζωντανών από την πύρινη καταστροφή στο Μάτι. Ένα μνημείο με λέξεις. Για τους νεκρούς, προφανώς, μα και για τους ζωντανούς, τους συγγενείς και οικείους τους και όσους, εθελοντικά ή αδόκητα, έγιναν τμήμα αυτής της κοινότητας πόνου…» σημειώνει αντί προλόγου ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από την πλευρά της η συγγραφέας επισημαίνει πως «οι ιστορίες όλων μας, συνθέτουν το παζλ του τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Οι 104 νεκροί, οι 58 εγκαυματίες, δεν είναι ένα νούμερο. Είναι ο Δημήτρης, η Αγγελική, η Ελισάβετ, η Μαρία, ο μπέμπης. Είναι οι εκατοντάδες συγγενείς τους που έμειναν πίσω, που βίωσαν τον τρόμο, την αγωνία, τις τύψεις, την απώλεια».
Ο εφιάλτης της Ζόι και του Μπράιαν
Στο βιβλίο περιγράφεται αναλυτικά η τραγική ιστορία της Ζόι και του Μπράιαν από την Ιρλανδία, παντρεμένοι μόλις 4 ημέρες, που είχαν νοικιάσει ένα σπίτι Airbnb στο Κόκκινο Λιμανάκι για να περάσουν τον μήνα του μέλιτος στην Ελλάδα. Ήταν ένα απωθημένο της Ζόι. Όπως διαβάζουμε: «Από το πρωί κολύμπησαν, έφαγαν νόστιμο ελληνικό φαγητό, έκαναν έρωτα και έπεσαν για ύπνο, ασυνήθιστοι στη ζέστη της Ελλάδας. Στις 18:15, η Ζόι ξυπνάει από τις έντρομες φωνές του Μπράιαν που βλέπει, σοκαρισμένος, τον κήπο τους να καίγεται. Τρέχουν να κλείσουν όλες τις πόρτες και τότε συνειδητοποιούν πως η φωτιά έχει περικυκλώσει το σπίτι τους. Πανικόβλητοι, μπαίνουν στο αυτοκίνητο που έχουν νοικιάσει, προσπαθώντας να διαφύγουν με αυτό, όμως γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν υπάρχει ρεύμα και δεν μπορούν ν’ ανοίξουν την γκαραζόπορτα.
Ο Μπράιαν προσπαθεί να την ανοίξει με τον χειροκίνητο τρόπο που τους είχε υποδείξει η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, όμως το μόνο που καταφέρνουν είναι να χάσουν πολύτιμο χρόνο. Ο Μπράιαν βοηθάει τη Ζόι να πηδήξει τα κάγκελα για να τρέξουν με τα πόδια να σωθούν και μετά πηδάει και εκείνος. Η Ζόι του ζητάει να της υποσχεθεί πως θα είναι δίπλα της και πως όλα θα πάνε καλά.
Μόλις καταφέρνουν να βγουν στον δρόμο, αρχίζουν να τρέχουν. Παντού υπάρχει καπνός και έχει σκοτεινιάσει ο τόπος. Με δυσκολία αναπνέουν. Τα μάτια τους καίνε. Το φόρεμα και τα πόδια της Ζόι αρπάζουν φωτιά, την οποία σβήνει ο Μπράιαν με τα χέρια. Συνεχίζουν να τρέχουν και αισθάνονται πως τρέχουν μέσα σ’ έναν τυφώνα φωτιάς. Της Ζόι καίγονται τα ρούχα και τα μαλλιά της. Ενώ τρέχουν, βλέπουν μπροστά τους τέσσερα-πέντε μικρά παιδάκια, μόνα τους, χωρίς να συνοδεύονται από ενήλικο. Τα παίρνουν αγκαλιά και συνεχίζουν.
Η τελευταία του λέξη ήταν «Γιατί;»
Στις 18:45 περίπου, μέσα απ’ τους καπνούς ξεπροβάλλει ένα αυτοκίνητο. Το σταματάνε και βάζουν μέσα τα παιδιά, αλλά δεν υπάρχει χώρος για εκείνους. Ζητάνε από τον οδηγό να τους βάλει στο πορτμπαγκάζ. Το αυτοκίνητο επιταχύνει και καταλαβαίνουν ότι ανεβαίνει ανηφόρα. Νιώθουν τις φλόγες να τους αγγίζουν. Το χέρι της Ζόι κολλάει στο καπό.
Όλο το σώμα της και τα ρούχα του Μπράιαν έχουν πιάσει φωτιά. Ξαφνικά, ένα καιόμενο δέντρο πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο και με το τράνταγμα, ο Μπράιαν πετάγεται έξω από το πορτμπαγκάζ, προτού προλάβει να τον συγκρατήσει η Ζόι. Η τελευταία του λέξη, καθώς πέφτει μες στη φωτιά, είναι «Γιατί». Η Ζόι του φωνάζει πόσο τον αγαπάει, ότι είναι ο καλύτερος σύζυγος. Ο πόνος της είναι απερίγραπτος, αισθάνεται πως το πορτμπαγκάζ είναι το φέρετρό της. Το πρόσωπό της αρχίζει να λιώνει και εκείνη περιμένει να πεθάνει.
Ο πυροσβέστης της σώζει τη ζωή
Νομίζει πως βλέπει φαντάσματα να βγαίνουν μέσα από τους καπνούς. Βλέπει έναν πυροσβέστη, ο οποίος τη σηκώνει απαλά και τη βγάζει από το αυτοκίνητο. Τη βάζει σε ένα μικρό πυροσβεστικό βανάκι. Του ζητάει να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν, αλλά το όχημα επιταχύνει και εκείνος προσπαθεί να την ηρεμήσει. Την πηγαίνει στο Κέντρο Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Ραφήνας – Πικερμίου. Κοιτάζει τα χέρια της, έχει αρχίσει να βγαίνει το δέρμα της, δεν βλέπει από το ένα μάτι της και τα μαλλιά της έχουν κολλήσει στα ρούχα της. Καταλαβαίνει πως το φόρεμά της και τα παπούτσια της σιγοκαίνε ακόμα. Ζητάει από μια γυναίκα που είναι εκεί να της βγάλει τα ρούχα, αλλά δεν την καταλαβαίνει. Με νοήματα της δείχνει να της κόψει το φόρεμά της. Μαζί με το ύφασμα βγαίνει και το δέρμα της.
Η Ζόι καταλαβαίνει ότι έχει καεί σε όλο της το σώμα. Αρχίζει να έχει κρυάδες και σπασμούς, δεν μπορεί να ελέγξει το σώμα της. Παραμιλάει και ζητάει να ψάξουν τον Μπράιαν. Πιστεύει ότι κάποιος τον είχε σώσει κι αυτόν. Την παραδίδουν σε ένα ασθενοφόρο να την πάει στο νοσοκομείο. Πονάει αφόρητα, κλαίει, φωνάζει και ζητάει βοήθεια. Πιστεύει πως πεθαίνει. Η ώρα είναι περίπου 20:00.
Η κατάσταση στο νοσοκομείο
Όταν φτάνει στο νοσοκομείο, καταλαβαίνει πόσος κόσμος έχει καεί. Παντού άνθρωποι που φωνάζουν και κλαίνε. Μυρίζει έντονα καμένο δέρμα. Είναι τόσοι πολλοί που περιμένουν ώρα στην αναμονή. Είναι κόλαση. Την πλησιάζει κάποιος και τη ρωτάει από πού είναι. Της υπόσχεται πως θα ενημερώσει την πρεσβεία της Ιρλανδίας.
Τη βγάζουν από τα επείγοντα και την πηγαίνουν σε ένα δωμάτιο. Βλέπει το πρόσωπό της. Το μισό της πρόσωπο έχει μαυρίσει και έχει λιώσει. Το μάτι της είναι κλειστό. Είναι στο κρεβάτι και πονάει. Αισθάνεται πως περιμένει να πεθάνει. Έρχεται κάποια κυρία από την ιρλανδική πρεσβεία, την οποία η Ζόι γνωρίζει – ήταν συμφοιτήτριες.
Αισθάνεται σαν να έχει έναν άγγελο δίπλα της. Την παρακαλάει να βρει τον Μπράιαν. Η Ζόι έμεινε στο νοσοκομείο έναν μήνα και έκανε χειρουργεία κάθε 2-3 ημέρες». Ο Μπράιαν δεν τα κατάφερε…