Η διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα απαιτεί άμεσες απαντήσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται στην αγορά εργασίας αλλά και στη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού, που με τη σειρά του θα έχει επιπτώσεις στη συνταξιοδότηση των μελλοντικών γενεών αλλά και στον κλάδο της υγείας.
Στην παρέμβαση της σε συνέδριο του Economist, η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου, σημείωσε ότι χρειάζονται πολιτικές που θα εντάξουν στην αγορά εργασίας δημογραφικές ομάδες πέραν των ηλικιών 25-45, όπου σημειωτέον η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη ανεργία στην Ευρώπη (στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα).
Την ίδια στιγμή, προβληματισμό προκαλεί ο αριθμός των γεννήσεων που καταγράφηκαν το 2023, αφού εκτιμάται ότι θα είναι ο μικρότερος που καταγράφηκε ποτέ. Μάλιστα, για τα τελευταία 91 χρόνια από το 1932, οι γεννήσεις το 2023 είναι λιγότερες από 73.000, για την ακρίβεια 72.244, που αναμένεται βεβαίως να οριστικοποιηθούν από τα ληξιαρχεία και την ΕΛΣΤΑΤ το επόμενο διάστημα.
Ο δείκτης γονιμότητας έχει πέσει κάτω από το 1,5% από το 1987 και μετά. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ενάμισι παιδί ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Αυτό, όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, μεταφράζεται σε συρρίκνωση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται, σύμφωνα με τις πιο ζοφερές εκτιμήσεις, να μειωθεί την τελευταία 25ετία έως και ενάμισι εκατομμύριο, ενώ με κάποια πιο αισιόδοξα στοιχεία ίσως η μείωση του πληθυσμού θα είναι 1,15 εκατομμύρια. Κάτι που σημαίνει ότι η μείωση του πληθυσμού κάτω των 65 ετών θα είναι 1,8 εκατ. άτομα.
Εστιάζοντας στις πολιτικές για το δημογραφικό, η κυρία Μιχαηλίδου στάθηκε στη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας, όπου, όπως είπε, χρειάζονται πολιτικές που θα τις κάνουν να νοιώσουν ασφαλείς στον επαγγελματικό στίβο, προκειμένου να μεγαλώσουν με οικονομική ασφάλεια τα παιδιά τους. Στο σημείο αυτό υπενθύμισε τη μέριμνα που έχει ήδη ληφθεί στον άξονα των επιδομάτων, τους παιδικούς σταθμούς, τις ευέλικτες μορφές εργασίας, την ηλεκτρονική κάρτα εργασίας και τόνισε ότι είναι πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν. Με το βλέμμα στραμμένο στις μελλοντικές συνταξιοδοτικές ανάγκες της χώρας η υπουργός επισήμανε ότι υπάρχουν εργαλεία, για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας ηλικές άνω των 55, οι συνταξιούχοι, τα άτομα με αναπηρία, αλλά και άτομα κάτω των 25 ετών.
Από την πλευρά του, ο Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας, εστίασε στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας, εκθειάζοντας τη σύνδρομή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, που πλέον τρέχει χέρι χέρι με το διανεμητικό . Οπως είπε, το δημογραφικό πρόβλημα γεννάει ήδη ζητήματα στις μελλοντικές συντάξεις των Ελλήνων αλλά και στον κλάδο της υγείας, αφού ο πληθυσμός της χώρας γερνάει. Σε κάθε περίπτωση εξήγησε ότι το κράτος, από μόνο του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα.
Στο μεταξύ, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, έκανε λόγο για την ανάγκη ενός μακρόπνοου σχεδίου, που θα ξεφεύγει από τα όρια του χρόνου μιας κυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό. Μεταξύ άλλων επισήμανε ότι χρειάζεται να μεταφερθούν πόροι στην προσχολική ανάπτυξη, να υπάρξει μέριμνα για τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων, όπως και πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών με ταυτόχρονα κίνητρα για επιστροφή των Ελλήνων από το εξωτερικό.
Τέλος, ο δικηγόρος Γιάννης Καρούζος στάθηκε στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, που όπως είπε, στις γυναίκες η ανεργία στην Ελλάδα αγγίζει το 11,7%. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα ο μισθός τους είναι 13,7% χαμηλότερος σε σχέση με τους άνδρες, ενώ 1 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις δεν εμπιστεύεται τις γυναίκες για επικεφαλής στη διοίκηση τους. Μάλιστα, πρόσθεσε ότι παρά τις συστάδες μέτρων που έχουν υιοθετηθεί (πλαίσιο προστασίας από την απόλυση τους, τις άδειες μητρότητας, τα επιδόματα κλπ), αυτά δεν έχουν αποδώσει, με αποτέλεσμα την άρνηση των νέων ζευγαριών να κάνουν παιδιά.