«Το δημογραφικό στην Ελλάδα αναδεικνύεται ως ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα, στοχεύοντας στην προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές, στην ανακοπή των υφιστάμενων τάσεων και στην άμβλυνση των όποιων αρνητικών τους επιπτώσεων» αναφέρουν οι καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς, αμφότεροι μέλη του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά προτάγματα στη έρευνα και πρακτική στην Ελλάδα», ο πρώτος ως επιστημονικός υπεύθυνος και ο δεύτερος ως κύριος ερευνητής, σημειώνοντας παράλληλα ότι πρόσφατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην αναγκαιότητα ενός «Εθνικού Σχεδίου Δράσης».
Κατά τους ίδιους, το Σχέδιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το σύνολο των συνιστωσών του δημογραφικού αλλά και τις σημαντικές υφιστάμενες χωρικές ανισότητες, καθώς σπάνια λαμβάνονται υπόψη οι σημαντικές αποκλίσεις των δεικτών από τους εθνικούς μέσους όρους. Σύμφωνα με τους καθηγητές, εάν ο πληθυσμός μας μειωθεί από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έως περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο έως το 2050 (από 5 % έως 10%, αναλόγως κυρίως του μεταναστευτικού ισοζυγίου) με το 1/3 να είναι 65 ετών και άνω, τα ποσοστά μείωσης θα είναι πολύ υψηλότερα σε ένα μεγάλο τμήμα του ύπαιθρου χώρου της ηπειρωτικής Ελλάδας από αυτά των μητροπολιτικών περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (και, προφανώς, και από αυτά του βορείου τμήματος της Κρήτης και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου).
Κατά τους ίδιους, αυτό θα οδηγήσει, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, στην περαιτέρω πληθυσμιακή συρρίκνωση ενός μεγάλου τμήματος της επικράτειας και στην επιτάχυνση της γήρανσής του (σε ποσοστά δηλ. ηλικιωμένων πολύ υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου). Η οποιαδήποτε δε ανόρθωση της γονιμότητας (η αύξηση δηλαδή του μέσου αριθμού παιδιών στις νεότερες γενεές), ακόμη και αν επιτευχθεί, δεν θα αποτρέψει τη ταχύτατη μείωση του πληθυσμού πληθώρας δήμων, καθώς η απουσία νέων δεν θα επιτρέψει να ανακοπεί η μείωση των γεννήσεων και η αυξανόμενη γήρανση την αύξηση των θανάτων. Θα έχουμε έτσι όλο και περισσότερους θανάτους ανά γέννηση, και κανένα μεταναστευτικό ισοζύγιο, όσο θετικό και αν είναι, δεν πρόκειται να ανακόψει την φθίνουσα πορεία τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής (2021) το 50% του πληθυσμού της χώρας μας είναι συγκεντρωμένο στο 4,3% της επικράτειας και το 80% στο 25,2% (τo 1951 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13,4% και 55,5%). Στο επίπεδο των Δημοτικών Ενοτήτων το 2021, 277 από τις 6138 (δηλ. το 4,5% του συνόλου τους ) συγκεντρώνουν > 80% του πληθυσμού, ενώ 23 από αυτές παρουσιάζουν πυκνότητες άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ. και 4 πυκνότητες που υπερβαίνουν τις 20.000 άτομα/τ.χ. (το 1951, στο αντίστοιχο χωρικό επίπεδο των ΟΤΑ, 2179 από τους 5795 -το 37% του συνόλου συγκέντρωναν το 80% του πληθυσμού και μόλις 8 έχουν πυκνότητα άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ).