«To να αντιμετωπίσει κανείς τις πλημμύρες και ειδικότερα τα φυσικά φαινόμενα πρέπει να έχει έναν ορίζοντα της τάξεως των 5 τουλάχιστον ετών για να μπορεί να πει ότι κάτι έχουμε κάνει και μειώνουμε τον κίνδυνο των καταστροφών» επισήμανε ο Ευθύμιος Λέκκας, πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
«Δεν έχουν αρθεί τα αίτια των πλημμυρών στην ευρύτερη περιοχή και όταν έχουμε κάποια ισχυρή βροχόπτωση, πάντα αυτό θα συμβαίνει» ανέφερε ως προς τη σημαντική επιβάρυνση που δέχθηκαν οι πλημμυρισμένες περιοχές κατά τη δεύτερη κακοκαιρία που πλήττει τη Θεσσαλία τις μέρες αυτές, μόλις 20 ημέρες μετά την κακοκαιρία Ντάνιελ. «Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι αυτό το χρονικό διάστημα, δηλαδή μεταξύ της πρώτης πλημμύρας και της δεύτερης πλημμύρας» σημείωσε
«Βεβαίως μπορούμε να μειώσουμε σταδιακά τον κίνδυνο, αλλά η απομείωση αυτή του κινδύνου δεν θα οφείλεται σε τεχνικά έργα, σε παρεμβάσεις, διαδικασίες που πρέπει να κάνουμε, αλλά θα οφείλεται στην μείωση της έκθεσής μας. Δηλαδή, η έκθεση είναι μία πολύ ισχυρή παράμετρος μέσα στην εξίσωση της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών και της διακινδύνευσης. Δηλαδή, όσο λιγότερο εκτιθέμεθα σε ένα φυσικό φαινόμενο, τόσο μικρότερες οι απώλειες» εξήγησε.
Οι υποδομές θα συνεχίσουν να εκτίθενται, γιατί χρειάζονται τεχνικά έργα, παρεμβάσεις και διαδικασίες οι οποίες απαιτούν πολύ χρόνο για να γίνουν, είπε ακόμα ο κ. Λέκκας. «Έχει φτάσει στο 100% ο κορεσμός του εδάφους, οπότε οι δυνατότητες για να πάρει νερό δεν επαρκούν, δηλαδή να κατεισδύσει το νερό. (…) Στον Θεσσαλικό κάμπο, η επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ήταν στα μείον 200-250 και τώρα είναι στην επιφάνεια. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν μπορεί να απορροφήσει άλλο νερό. Και δεν είναι μόνο ότι δεν μπορεί να απορροφήσει άλλο νερό. Είναι ότι το έδαφος που είναι κορεσμένο συμπεριφέρεται πολύ αρνητικά, δηλαδή μπορεί όπως λέμε, να ρευστοποιηθεί, δηλαδή να αποκτήσει τις ιδιότητες ενός βαρέος υγρού, το οποίο είναι λάσπη και νερό και το οποίο βεβαίως μπορεί να πλημμυρίσει, να καλύψει τα πάντα. Άρα δεν είναι εύκολο να καλλιεργηθεί ένα τέτοιο έδαφος σε μεγάλη έκταση, γιατί όταν έχουμε μία λάσπη της τάξεως των πέντε δέκα εκατοστών, αυτό μπορεί να είναι και ευεργετικό ως ένα βαθμό. Αλλά όταν έχουμε λάσπη από άργιλο και ιλύ της τάξεως του ενός μέτρου σε μία μεγάλη έκταση, μπορεί να είναι εξαιρετικά αρνητικό για την καλλιέργειά μας» επισήμανε ο κ. Λέκκας.
Όσο αφορά στην στατική επάρκεια των κτισμάτων της περιοχής, αυτά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι τα προβλήματα από τη διάβρωση, από την υποσκαφή των θεμελιώσεων και από τις κατολισθήσεις, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΟΑΣΠ.
«Προς αυτή την κατεύθυνση έχω κάνει και μία πρόταση προς το αρμόδιο συντονιστικό όργανο να δούμε ποια κτήρια είναι αυτά που εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει περίπτωση να επισκευαστούν, να κατεδαφιστούν αν δεν έχουν κατεδαφιστεί από τις δύο κακοκαιρίες. Στη συνέχεια έχουμε μια ενδιάμεση κατηγορία κτιρίων που είναι με τοιχοποιία χωρίς οπλισμένο σκυρόδεμα, αυτά είναι το μεγάλο πρόβλημα γιατί μπορούν και να κατεδαφιστούν, αλλά μπορούν και να επισκευαστούν. Και είναι και το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι κτίρια σύγχρονα με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα, τα οποία στην πλειονότητά τους δεν έχουν προβλήματα, λίγα έχουν προβλήματα στατικής επάρκειας από υποσκαφή των θεμελίων, από τα ορμητικά νερά ή από διαφορικές καθιζήσεις στο επίπεδο θεμελίωσης. Αυτά τα κτίρια μπορούν να παραμείνουν. Βεβαίως και αυτά έχουν προβλήματα γιατί όταν έχει μπει το νερό μέσα, το νερό που μπαίνει γεμίζει και την τοιχοποιία και τα τούβλα που είναι κενά μεταξύ τους και τα πατώματα και τα λοιπά και εκεί θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί μέσα σε αυτά τα σπίτια θα υπάρχουν προβλήματα υγρασίας, οσμών, ενδεχομένως και υγείας πολλές φορές υγιεινής, γιατί παραμένει το νερό αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα» ανέφερε ο κ. Λέκκας.
«Έχουμε προτείνει την εκτέλεση ενός εφαρμοσμένου ερευνητικού προγράμματος που καταρχάς θα καταγράψει όλα αυτά τα προβλήματα στα χωριά. Δεύτερον, θα ταξινομήσει ανά κατηγορίες ανάλογα με τον κίνδυνο, αν είναι πλημμύρα, κατολίσθηση, υποσκαφή. Τρίτον, θα δει σε κάθε μία οικιστική μονάδα τι υπάρχει από άποψη συνθηκών γεωδυναμικών συνθηκών, γεωλογικών, υδρολογικών συνθηκών και στη συνέχεια θα δει αν μπορεί να μετατεθεί το χωριό ή η γειτονιά στο χωριό, σε ένα παρακείμενο χώρο ή όχι. Στο Βλοχό έχω τη λύση. Μπορεί να μετατεθεί, κατά τι, το χωριό και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μπορεί να συγχωνευτούν και χωριά. Βεβαίως, αυτό το έχουμε προτείνει στο παρελθόν και έχει συναντήσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις εύλογες» συμπλήρωσε ο καθηγητής, σημειώνοντας ότι δεν αποκλείεται να μετακινηθούν χωριά σε μικρή απόσταση, ενώ το να συγχωνευτούν είναι δύσκολο.
Σχετικά με την πρωτεύουσα και τις αντοχές της σε μια ισχυρή κακοκαιρία, ο κ. Λέκκας εξήγησε ότι στην Αθήνα είναι τελείως διαφορετικό το αστικό πλαίσιο. «Σίγουρα έχουν γίνει πράγματα στην Αθήνα. Σίγουρα έχουν να γίνουν ακόμη πολλά πράγματα, αλλά επειδή υπάρχει μια συνθετότητα ουσιαστικά στα συστήματα, τα οποία έχουν αρκετά μεγάλη τρωτότητα. Σε αυτά τα συστήματα θα είχαμε μεγάλες επιπτώσεις, στο βιομηχανικό, το μεταποιητικό, το εμπορικό, το διοικητικό και τον πολιτικό τομέα. Είναι πολλοί τομείς, τα μεγάλα τεχνικά έργα, τα μεγάλα εργοστάσια, η υπερβολική έκθεση του πληθυσμού, γιατί έχουμε σε πολύ συγκεκριμένο χώρο τη μισή Ελλάδα. Άρα η έκθεσή μας αυξάνει. Άρα η τρωτότητα είναι πολύ μεγάλη στην Αθήνα» επισήμανε ο κ. Λέκκας, ενώ σημείωσε πως ο Κηφισός είναι μια απειλή και πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις. «Δηλαδή να μπορέσουμε κάποια στιγμή να καθαρίσουμε τον υπόγειο Κηφισό. Πρέπει να δούμε τι θα γίνει στην έξοδο του Κηφισού.
«Από μία έρευνα που είχε γίνει τώρα τελευταία, θέλει καθάρισμα, γιατί είναι μέσα στον Κηφισό αρκετά πράγματα. Έκανε την έρευνα μια ομάδα σπηλαιολόγων γιατί έτσι μπορείς να μπεις μέσα στον Κηφισό μόνο. Και είδαν ότι πραγματικά σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν αντικείμενα τα οποία μπορούν να απομειώσουν την παροχή του Κηφισού και να προκαλέσουν προβλήματα» είπε καταλήγοντας ο κ. Λέκκας.