Το αίτημα των εννιά ηγετών της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, για την έκδοση ενός κορονο -ομολόγου (corona bond) με στόχο την αντιμετώπιση του μεγάλου οικονομικού αντίκτυπου που έχει ο κορονοϊός, επαναφέρει στο προσκήνιο την παλαιότερη συζήτηση για την έκδοση ευρωομολόγων, η οποία είχε γίνει στην Ευρωζώνη κατά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09 και την κρίση χρέους που αντιμετώπισαν στη συνέχεια η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου.
Ουσιαστικά αφορά στη δυνατότητα έκδοσης κοινών ομολόγων για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ σήμερα η κάθε χώρα εκδίδει τα δικά της ομόλογα με βάση το αξιόχρεο που έχει στις αγορές, δηλαδή με βάση την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς της από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Ο σκοπός πίσω από το αίτημα για τα ευρωομόλογα ήταν η δυνατότητα δανεισμού όλων των χωρών του ευρώ με το ίδιο χαμηλό επιτόκιο, ώστε να μην εκτροχιασθεί το δημόσιο χρέος τους, όταν το κόστος δανεισμού από τις αγορές αυξάνονταν σημαντικά για ορισμένες από αυτές τις χώρες.
Η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά, που έχουν υψηλότερο αξιόχρεο και χαμηλότερο κόστος δανεισμού από τις χώρες του Νότου, απέρριψαν στο παρελθόν την έκδοση των ευρωομολόγων με το επιχείρημα ότι η κάθε χώρα πρέπει να είναι υπεύθυνη για το χρέος της. Θεωρούσαν ότι τα ευρωομόλογα δεν θα αξιολογούνταν από τους επενδυτές ως τόσο χαμηλού κινδύνου όσο τα δικά τους ομόλογα και συνεπώς το επιτόκιό τους θα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που θα εξασφάλιζαν αν προχωρούσαν στις δικές τους εκδόσεις τίτλων. Αντί της έκδοσης ευρωομολόγων, η Γερμανία και οι άλλες χώρες του Βορρά έριξαν το μπαλάκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να περιορίσει τις διαφορές στο κόστος δανεισμού των χωρών.
Στη διάρκεια του 2012, όταν τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας είχαν ξεπεράσει το 6%, με προφανή κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους τους, ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα δυνητικών αγορών ομολόγων, το οποίο οδήγησε στη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τις χώρες του Νότου, ενώ με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησε η ΕΚΤ από το 2015 και τις αγορές ομολόγων ύψους 2,6 τρισ. ευρώ περιόρισε σημαντικά τις διαφορές μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Το αίτημα για τα κορονο – ομόλογα τίθεται και πάλι σήμερα, επειδή η κρίση του κορονοϊού δημιουργεί πολύ μεγάλες δανειακές ανάγκες για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα αύξηση της ψαλίδας των επιτοκίων δανεισμού. Ήδη, τα spreads (οι διαφορές των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με αυτές των αντίστοιχων γερμανικών) αυξήθηκαν τον τελευταίο μήνα, αν και περιορίστηκαν μετά την ανακοίνωση ενός νέου προγράμματος αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ, ύψους 750 εκατ. ευρώ. Σήμερα, η απόδοση των ελληνικών 10ετών ομολόγων διαμορφώθηκε στο 1,8% και των ιταλικών στο 1,4%, ενώ των γερμανικών ήταν αρνητική (-0,35%). Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού των χωρών, συζητήθηκε στο Eurogroup η χορήγηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) πιστωτικών γραμμών σε χώρες που θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος δανεισμού. Για το θέμα αυτό υπήρξε ευρεία στήριξη στο Eurogroup, αλλά την απόφαση θα πάρουν οι ηγέτες της ΕΕ στη σημερινή συνεδρίασή τους μέσω τηλεδιάσκεψης.
Οι ηγέτες της ΕΕ, που ζητούν την έκδοση κορονο – ομολόγων τονίζουν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η σημερινή κρίση είναι διαφορετική από τις προηγούμενες, όταν υπήρξε άρνηση της Γερμανίας και άλλων χωρών στην έκδοση ευρωομολόγων. Σημειώνουν ότι σκοπός των ομολόγων αυτών θα είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων – στην ίδια βάση και προς όφελος όλων των εταίρων – και πως έτσι θα εξασφαλισθεί η σταθερή και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των πολιτικών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ζημιών από την πανδημία.
«Η ανάγκη ενός τέτοιου κοινού χρηματοδοτικού μέσου είναι φανερή, αφού όλοι αντιμετωπίζουμε ένα συμμετρικό εξωτερικό σοκ, για το οποίο καμία χώρα δεν φέρει ευθύνη, αλλά όλες υφίστανται τις αρνητικές του συνέπειές. Είμαστε, συνεπώς, συλλογικά υπεύθυνοι για μια αποτελεσματική και ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση. Αυτό το κοινό οικονομικό εργαλείο μας θα πρέπει να έχει επαρκές μέγεθος και εκτεταμένη διάρκεια, ώστε να είναι απόλυτα αποδοτικό και να αποτρέπει κινδύνους υποτροπής. Τώρα και στο μέλλον», αναφέρουν, προσθέτοντας ότι τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν, θα χρηματοδοτήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης όλων των χωρών-μελών αλλά και σειρά βραχυπρόθεσμων πολιτικών για την προστασία των εθνικών οικονομιών και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.