Η υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 116,4 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο στο διάστημα από τις 28 Οκτωβρίου 2015 έως τις 26 Ιανουαρίου 2016 και διαμορφώθηκε στα 600,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που περιλαμβάνεται στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της.
Η αύξηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας προέκυψε καθώς οι τράπεζες έλαβαν περισσότερα κεφάλαια από την ΕΚΤ από όσα χρειάζονταν για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ειδικότερα, οι τράπεζες πήραν από την ΕΚΤ πρόσθετη ρευστότητα 176,5 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο στην περίοδο αυτή, με το συνολικό ύψος της να φθάσει τα 1.306,9 δισ. ευρώ (1,3 τρισ. ευρώ). Από την άλλη πλευρά, οι ανάγκες των τραπεζών σε ρευστότητα – για υποχρεωτικά διαθέσιμα και άλλους παράγοντες – αυξήθηκαν την ίδια περίοδο μόνο κατά 60,1 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο και διαμορφώθηκαν στα 706,5 δισ. ευρώ.
Η επιπλέον ρευστότητα που έλαβαν οι τράπεζες από την ΕΚΤ οφείλεται αποκλειστικά στις αγορές τίτλων της ΕΚΤ, κυρίως στο πλαίσιο του προγράμματος αγορών κρατικών ομολόγων, ενώ το ύψος του δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ έμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό. Ειδικότερα, η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα ύψους 177,4 δισ. ευρώ στο παραπάνω διάστημα, με το συνολικό ύψος τους να φθάνει στα 774,4 δισ. ευρώ. Ποσό 156,5 δισ. ευρώ αντιστοιχούσαν σε αγορές κρατικών τίτλων, ενώ 25,2 δισ. ευρώ αφορούσαν αγορές καλυμμένων ομολόγων και τα 3,3 δις ευρώ αγορές τιτλοποιημένων ομολόγων.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, έγιναν αποπληρωμές ομολόγων ύψους 7,8 δισ. ευρώ που είχε αγοράσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο προηγούμενων προγραμμάτων. Το ύψος δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ μειώθηκε κατά 0,9 δισ. ευρώ στα 532,5 δισ. ευρώ, καθώς η αύξηση που σημειώθηκε μέσω της λήψης μακροπρόθεσμων δανείων (TLTROs) αντισταθμίστηκε από την πτώση στις συναλλαγές αναχρηματοδότησης (βραχυπρόθεσμος δανεισμός).