Στο θέμα του επανυπολογισμού των συντάξεων με την προσωπική διαφορά, από την πρώτη ημέρα του 2019, αναφέρθηκε με ραδιοφωνικές του δηλώσεις ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι «εκείνο που επιδιώκουμε να πετύχουμε είναι να απαλύνουμε διαφορές που μπορεί να προκύπτουν σε ορισμένες περιπτώσεις». Όπως χαρακτηριστικά τόνισε στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, «αυτό είναι που μας ενδιαφέρει και γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μία οριστικοποίηση του επιπέδου των συντάξεων, πλην εκείνων των περιπτώσεων όπου δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση». Ενώ στη συνέχεια, διευκρίνισε: «Εκείνο που αποδεικνύεται, είναι ότι ένα μεγάλο μέρος -σχεδόν οι μισές συντάξεις- δεν έχουν καμία μείωση και έχουμε και το 20% αυτών που έχουν αυξήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις μικρές σε άλλες μεγάλες, κυρίως οι μικρές συντάξεις έχουν μία ενίσχυση. Στο υπόλοιπο μισό των συντάξεων οι μειώσεις δεν είναι ένα οριζόντιο ποσοστό. Μπορεί να είναι από ελάχιστη και είναι και μειώσεις οι οποίες είναι μεγαλύτερες… Έχουμε απαντήσει ότι ο τρόπος που θα δούμε να προσδιορίζονται αυτές οι συντάξεις θα τεθεί στο επόμενο διάστημα, γιατί δεν είναι κάτι που χρειάζεται να επισπεύσουμε και να πούμε, ότι θα υπάρχει κάποιο ποσοστό, όπως πολλοί λένε». «Έχει σημασία να δούμε τι περισσότερο μπορούμε να καταφέρουμε στο διάστημα που απομένει, διότι τα εκκαθαριστικά των συντάξεων τα λαμβάνουν οι συνταξιούχοι τον μήνα για τον οποίο λαμβάνουν και τη σύνταξη, επομένως τον Δεκέμβριο θα έχουμε τη δυνατότητα να δώσουμε τα εκκαθαριστικά» και «αν καταλήξουμε νωρίτερα από τον Δεκέμβριο στον τρόπο που θα προσδιορίζουμε για τις συντάξεις αυτές θα το ανακοινώσουμε και νωρίτερα», εξήγησε ο υφυπουργός. Σε ό,τι αφορά τον ΕΦΚΑ, ο κ. Πετρόπουλος διατύπωσε την εκτίμηση ότι είναι «πολύ πιθανό να έχουμε πάνω από ένα δισ. πλεόνασμα μέσα στο 2018», κάτι που όπως πρόσθεσε, ενδεχομένως να επιτρέψει την επανεξέταση των ψηφισμένων μέτρων για τις μειώσεις στις συντάξεις. «Εμείς επιδιώκουμε να μην επέλθει αυτό, διότι τη σχετική διάταξη την ψηφίσαμε με σοβαρές αντιρρήσεις και επιφυλάξεις προς τους δανειστές, διότι επεβλήθη με την εσφαλμένη πρόβλεψη του ΔΝΤ ότι δεν θα έχουμε τα πλεονάσματα, τα οποία εμείς υπολογίζουμε ότι θα έχουμε», ανέφερε. Για να συμπληρώσει σχετικά: «Είχαμε πολύ μεγαλύτερα πλεονάσματα εντέλει, έκανε λάθος το ΔΝΤ και οι δανειστές. Έθεσαν μία προϋπόθεση εσφαλμένη, την οποία έλαβαν υπόψη για να απαιτήσουν αυτή την περικοπή. Δεν συνετελέσθη η πρόβλεψή τους, δεν επιβεβαιώθηκε, έχουμε το δικαιώματα να αλλάξουμε αυτού τους είδους τις δεσμεύσεις, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη ότι έχουμε και άλλου είδους ανάγκες ως χώρα, σε σχολεία, στην υγεία, στη μείωση της φορολογίας, στην ανάπτυξη των δημοσίων έργων υποδομών, όλα πρέπει να τα πάρουμε υπόψη, αλλά μην ξεχνάμε ότι τον Ιανουάριο του 2019 αρχίζει και η υλοποίηση των αντίμετρων». Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό έκδοσης νέων συντάξεων, σημείωσε: «Οι καθυστερήσεις μειώνονται μέσα στο τρίμηνο το 90% των συντάξεων του 2017 έχει αποδοθεί και αυτή είναι η προθεσμία που έχει οριστεί από τον νόμο, με το νέο σύστημα πάμε σε έναν νέο ταχύτερο τρόπο απονομής των συντάξεων… Έχουμε πετύχει να κατεβάσουμε στις 93.000 όλες μαζί τις συντάξεις που υπολείπονταν από 163.000 που ήταν τον Γενάρη του 2015».
«Ο ΕΔΟΕΑΠ διατηρεί την αυτονομία του»
Ερωτηθείς σχετικά με την προοπτική του ΕΔΟΕΑΠ, απάντησε: «Η διάταξη που έχουμε καταθέσει ήδη προς επεξεργασία και προώθηση για ψήφιση, είναι μία διάταξη η οποία επιβεβαιώνει ότι ο ΕΔΟΕΑΠ διατηρεί την αυτονομία του, οι συντάξεις υπολογίζονται με βάση τα ισχύοντα στο ΕΤΕΑΕΠ από 1η Ιουλίου και μετά και γι’ αυτό το χρονικό διάστημα -όχι για πριν, επομένως επιβεβαιώνεται με έναν τρόπο πολύ επίσημο και έγκυρο -και από την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους δανειστές- το πλαίσιο λειτουργίας τους ΕΔΟΕΑΠ, το οποίο εγγυάται ένα καλό επίπεδο συντάξεων και την καλή λειτουργία του». «Το ζήτημα είναι εκείνοι που διαχειρίζονται τον ΕΔΟΕΑΠ να αντιλαμβάνονται τον σοβαρό ρόλο που έχουν να επιτελέσουν, διότι μιλάμε για την υγεία πολιτών και την επικουρική ασφάλιση ατόμων που ήταν σε άλλους φορείς και πρέπει να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξασφαλίζονται οι όροι της χορήγησης αυτών των παροχών με τρόπο που επιφέρουν βιωσιμότητα και για το μέλλον και το 2% του τζίρου θα πηγαίνει για την υγεία διότι αυτό το θέμα της υγείας των εργαζομένων στα ΜΜΕ ήταν και το κυρίαρχο κριτήριο για την ύπαρξη του ΕΔΟΕΑΠ», επισήμανε καταληκτικά.