Ένα νέο μείγμα φιλοεπενδυτικής πολιτικής που θα μειώσει την ανεργία με τρόπο βιώσιμο και όχι προσωρινά, οφείλουν να διαπραγματευθούν η κυβέρνηση και οι θεσμοί όπως υποστηρίζει ο ΣΕΒ.
Αυτό αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που αναλύει την πτωτική πορεία της ανεργίας.
Όπως επισημαίνει, από το β’ τρίμηνο του 2015 έως το β’ τρίμηνο του 2017, το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες από 24,6% σε 21,1%, και ο αριθμός των ανέργων κατά 163,5 χιλιάδες καθώς διαμορφώνεται πλέον σε 1.016,6 χιλιάδες άτομα, από 1.180,1 χιλιάδες άτομα το β΄ τρίμηνο του 2015.
Επιπλέον:
- Από τις αρχές του 2015 και μέχρι τα μέσα του 2017, (στοιχεία β’ τριμήνου), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η απασχόληση έχει αυξηθεί κατά 165,9 χιλιάδες άτομα, όση είναι περίπου και η μείωση των ανέργων, (-163,5), καθώς ο ενεργός πληθυσμός παραμένει περίπου στάσιμος (+2,3 χιλιάδες).
- Από το 2013 και μετά έχουν αρχίσει να δημιουργούνται νέες θέσεις μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα της μείωσης του κατώτατου μισθού και της επικράτησης ευέλικτων μορφών εργασίας και της μεγάλης ώθησης από τον τουρισμό λόγω ευνοϊκών γεωπολιτικών εξελίξεων. Το 2014 και 2015 δημιουργήθηκαν 100 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας ετησίως, μέγεθος που αυξήθηκε το 2016 σε 136 χιλιάδες ενώ και το 2017 οι νέες προσλήψεις φαίνεται ότι θα κυμανθούν στα ίδια περίπου επίπεδα με το 2016.
Ο ΣΕΒ τονίζει ακόμη ότι εάν δεν είχε υπάρξει η εξερχόμενη μετανάστευση, μέρος της οποίας είναι και το braindrain νέων στο εξωτερικό, τότε ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία δεν θα είχε μειωθεί και ο ενεργός πληθυσμός θα είχε αυξηθεί (ή δεν θα είχε μειωθεί), με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να μη μειωνόταν με την ταχύτητα που καταγράφεται.
Αναφερόμενος τέλος στην πρόσφατη έρευνα ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum ο ΣΕΒ τονίζει ότι «καταγράφει τη μακροοικονομική σταθεροποίηση και την εδραίωση της προόδου σε πεδία όπως των εργασιακών σχέσεων και των υποδομών, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τον ιδιωτικό τομέα παραμένει εξαιρετικά προβληματική καθώς και ότι η αποδυνάμωση σε μια ευρεία σειρά θεσμικών δεικτών, μαζί με την επίπτωση της φορολογίας, συνεχίζουν να εκδιώκουν από τη χώρα ταλέντο και ποιοτικές επενδύσεις».
Σύμφωνα με την έρευνα οι επιχειρήσεις θεωρούν σημαντικότερα προβλήματα για τη λειτουργία τους τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, την αναποτελεσματική γραφειοκρατία, τις φορολογικές ρυθμίσεις, την πολιτική αστάθεια και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Αντίθετα, ζητήματα που σχετίζονται με εργασιακές ρυθμίσεις δεν αποτελούν πλέον σημαντικά προβλήματα για την επιχειρηματικότητα, ενώ η διαφθορά φαίνεται ότι αποτελεί μικρότερο εμπόδιο σε σχέση με μία δεκαετία περίπου όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.