Το πρώτο βήμα για νέες εκδόσεις ομολόγων και δανεισμό από τις αγορές, αποτέλεσε η πρώτη έξοδος της χώρας μετά από τρία χρόνια αποκλειστικής χρηματοδότησης μέσω μνημονίων.
Το κρίσιμο στοίχημα για τη χώρα είναι η εμπιστοσύνη που ξεκινά να χτίζεται πάλι με τους επενδυτές να εδραιωθεί σε γερές βάσεις κάτι που προϋποθέτει πως εδώ και στο εξής οι κυβερνώντες δεν θα παρεκκλίνουν από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρώτο δείγμα γραφής θα δοθεί με την τρίτη αξιολόγηση η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί επιτυχώς το συντομότερο δυνατό για να δοθεί ένα ηχηρό σήμα στις αγορές.
Από εδώ και πέρα η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει μια τακτική παρουσία στις αγορές καθώς το πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο του 2018.
Το τελικό επιτόκιο του 5ετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,625% (συνολική απόδοση) με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέουςνα δέχεται προσφορές οι οποίες ξεπέρασαν τα 6,5 δισ. ευρώ καλύπτοντας έτσι πάνω από δύο φορές το ζητούμενο ποσό. Η χώρα άντλησε 3 δισ. ευρώ από αυτή την έκδοση η οποία απευθυνόταν τόσο σε νέους επενδυτές όσους σε παλιούς οι οποίοι είχαν ήδη τοποθετηθεί στο ομόλογο Σαμαρά και δέχτηκαν πρόταση ανταλλαγής και επαναγοράς αυτών των τίτλων που θα λήγουν το 2022 αντί το 2019.
Το «κουπόνι» του πενταετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375%, όταν για το αντίστοιχο τίτλο του 2014 είχε διαμορφωθεί στο 4,75% και η απόδοση στο 4,95%. Από την διαφορά των 32 μονάδων βάσης ή 0,32% το ελληνικό δημόσιο εξοικονομεί σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς ένα ποσό κοντά στα 10 εκατ. ευρώ, ενώ μικρότερες κατά 600 εκατ. ευρώ θα είναι και οι προμήθειες προς τους έξι αναδόχους – τράπεζες που ανέλαβαν την διαχείριση της έκδοσης.
Σύμφωνα με την απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη η αμοιβή τους θα ανέλθει στο 1,5 εκατ. ευρώ ενώ αλλά 400.000 ευρώ θα λάβουν τα δικηγορικά γραφεία που σημαίνει ότι τα συνολικά έξοδα της έκδοσης θα φτάσουν το 1,9 εκατ. ευρώ. Για το ελληνικό χρεόγραφο που είχε εκδοθεί τον Απρίλιο του 2014 το ύψος της προμήθειας είχε διαμορφωθεί στα 2,4 εκατ. ευρώ. Στα 400.000 ευρώ ή 0,08% επί της ονομαστικής αξίας του ομολόγου ήταν η αμοιβή για τον κάθε σύμβουλο (6 ήταν και τότε) και 100.000 ευρώ το κόστος για τις νομικές υπηρεσίες.
Σε ότι αφορά την αμοιβή της Rothschild αυτή είναι μία ξεχωριστή περίπτωση. Έχει ήδη λάβει δύο επιταγές των 900.000 ευρώ και απομένουν άλλα 1,4 εκατ. ευρώ που θα πρέπει να καταβάλει το δημόσιο μετά την δεύτερη έξοδο της χώρας στις κεφαλαιαγορές.
Δεύτερη απόπειρα
Όπως προανήγγελλε ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσκαλώτος θα υπάρξουν άλλες δύο – τρεις προσπάθειες το επόμενο διάστημα για να μπορέσει να οικοδομηθεί σταδιακά η περίφημη καμπύλη απόδοσης με πτωτική όμως τάση.
Στην δεύτερη απόπειρα εξόδου που τοποθετείται μετά το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και πιθανότατα θα υπάρξει αντικατάσταση εντόκων γραμματίων ύψους 4 δις. ευρώ που λήγουν στο τέλος του χρόνου με ομόλογα η διάρκεια των οποίων δεν έχει ακόμη καθοριστεί ( πιθανότατα 3ετία) θα δείξει για το που κάτσει η μπίλια του επιτοκίου. Αν δηλαδή η Ελλάδα καταφέρει να «απαγκιστρωθεί» από τα Μνημόνια και τα σκληρά μέτρα που την συνοδεύουν καταφέρνοντας με μικρές εκδόσεις και φθηνότερα επιτόκια να εξυπηρετήσεις τις χρηματοδοτικές ανάγκες που είναι χαμηλές έως το 2022.
Χαμηλά επιτόκια δανεισμού για το κράτος, σημαίνει φθηνό χρήμα για τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις ΔΕΚΟ που δανείζονται με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, τις τράπεζες αλλά και για τους καταναλωτές που αποτελούν τον στενό πυρήνα της πραγματικής οικονομίας.