Στο επίμαχο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αναφέρεται με εκτενές της δημοσίευμα η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, επισημαίνοντας ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών και ο επικεφαλής του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τηρούν άκρως αμυντική στάση. Η εφημερίδα του Ντύσελντορφ επικαλείται εσωτερικό έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, που βρίσκεται στη διάθεση της Handelsblatt και σύμφωνα με το οποίο ενδεχόμενο «πάγωμα» έως το 2040 των επιτοκίων που καταβάλλει η Ελλάδα για την αποπληρωμή των δανείων που έχει λάβει ενδέχεται να στοιχίσει στους δανειστές περί τα 120 δις ευρώ. Ένα τέτοιο πάγωμα επιτοκίων θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με «εκτεταμένα νέα δάνεια», σημειώνουν στο έγγραφο στελέχη του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Η Handelsblatt υπενθυμίζει ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα μεταβεί στα μέσα Απριλίου στην Ουάσιγκτον με αφορμή τη διεξαγωγή της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ. Εκεί, «πίσω από κλειστές πόρτες», η ελληνική κρίση ενδέχεται να αποτελέσει ξανά αντικείμενο διαπραγματεύσεων, σημειώνει το δημοσίευμα, εκτιμώντας ότι στις πιέσεις που ασκεί η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στους Ευρωπαίους για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους «η απάντηση του Σόιμπλε ενδέχεται να είναι η εξής: Όχι». Η Handelsblatt αναφέρεται στη διαμάχη που μαίνεται ανάμεσα σε ΔΝΤ και Βερολίνο σχετικά με το εάν και υπό ποιους όρους θα συμμετάσχει το Ταμείο στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα δανεισμού. Όπως επισημαίνεται, παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις Σόιμπλε ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει, «στο παρασκήνιο υπάρχουν εντελώς διαφορετικά μηνύματα. (…) Το Ταμείο σε καμία περίπτωση δεν εγκατέλειψε το αίτημά του για περαιτέρω ελαφρύνσεις στην εξυπηρέτηση του (ελληνικού) χρέους, ακόμη κι αν το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αρέσκεται να το παρουσιάζει έτσι». Και η Μέρκελ κατά ενός πλαφόν στα επιτόκια Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θέλει να δρομολογήσει μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, σημειώνει η Handelsblatt, υπογραμμίζοντας ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση η ελάφρυνση να είναι τόσο εκτεταμένη ώστε «να ισοδυναμεί με ένα νέο πακέτο διάσωσης». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει ότι τα επιτόκια (για την Ελλάδα) θα σημειώσουν αύξηση έως το 2040 φτάνοντας μέχρι και στο 3,3%. Αντίστοιχα υψηλότερες θα ήταν και οι πληρωμές τόκων της Αθήνας προς τους δανειστές της». Σύμφωνα με την Handelsblatt, «και η καγκελάριος Μέρκελ άφησε να εννοηθεί απέναντι στην Κριστίν Λαγκάρντ ότι μπορεί μεν να φανταστεί περαιτέρω παράταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, αλλά όχι και πλαφόν στα επιτόκια». Ωστόσο, όπως τονίζει η εφημερίδα, «πριν ξεκινήσουν συζητήσεις για ελάφρυνση χρέους πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος». Ο έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, με δηλώσεις του στην Handelsblatt, εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας ότι «υπάρχουν καλές πιθανότητες να κλείσει η αξιολόγηση τον Απρίλιο. Μάλιστα ο έλληνας υπουργός ελπίζει να τύχει σύντομα μεγαλύτερης κατανόησης στο Βερολίνο σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής στη Γερμανία. Όπως δήλωσε, «πολλοί Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι εφόσον ο Μάρτιν Σουλτς εκλεγεί καγκελάριος θα προσαρμόσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το χρέος». «Πρόσφυγες από Ιταλία και Ελλάδα: Όχι ευχαριστώ!» Στην επικαιρότητα του γερμανικού Τύπου επανέρχεται το ευρωπαϊκό πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλες χώρες-μέλη με αφορμή τις αυστριακές επιδιώξεις για εξαίρεση της Βιέννης από τις σχετικές υποχρεώσεις. «Η Αυστρία εισπράττει στο θέμα των προσφύγων την άρνηση των Βρυξελλών», σημειώνει η Die Welt στην ηλεκτρονική της έκδοση, επικαλούμενη σχετική δήλωση εκπροσώπου της Κομισιόν. Όπως σημειώνει η εφημερίδα του Βερολίνου, «η Αυστρία διεκδικεί έναν ειδικό ρόλο στη διαμάχη για την κατανομή των προσφύγων εντός της ΕΕ. Ο αυστριακός καγκελάριος Κρίστιαν Κερν θέλει να ζητήσει από τις Βρυξέλλες να εξαιρεθεί η χώρα του». Παρά το γεγονός ότι ο καγκελάριος της Αυστρίας αναγνωρίζει σε γενικές γραμμές την ορθότητα του προγράμματος με στόχο τη μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων από την Ιταλία και την Ελλάδα, τονίζει ότι η χώρα του «έχει ανταποκριθεί με το παραπάνω στις ευθύνες της από την αρχή της προσφυγικής κρίσης», σημειώνει η Welt, επισημαίνοντας ότι έχει εκπνεύσει η παράταση ενός χρόνου εξαίρεσης από το πρόγραμμα μετεγκατάστασης, που είχε δοθεί στη Βιέννη λόγω των αυξημένων βαρών που είχε αναλάβει στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης το 2016. Το ζήτημα έχει γίνει λόγος δημόσιων προστριβών εντός του κυβερνητικού συνασπισμού των δύο μεγάλων κομμάτων, του κεντροδεξιού Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ). Όπως εκτιμά σε ανταπόκρισή της από τη Βιέννη η Süddeutsche Zeitung, «ο αυστριακός κυβερνητικός συνασπισμός ερίζει για την προσφυγική πολιτική που θα εφαρμοστεί στο εξής –επιφανειακά. Διότι ουσιαστικά τα δύο κόμματα δεν επιδιώκουν τίποτα άλλο από το να εκθέσουν το ένα το άλλο. «Το κυριότερο είναι να υπάρχει φασαρία, πρωτοσέλιδοι τίτλοι», σχολιάζει η εφημερίδα του Μονάχου, προσθέτοντας ότι «συνολικά πρόκειται για 1.900 πρόσφυγες που θα πρέπει να κατανεμηθούν στην Αυστρία. Μια εφικτή αποστολή». Το ζήτημα σχολιάζει σε ανταπόκρισή της από την αυστριακή πρωτεύουσα και η Tageszeitung του Βερολίνου. «Πρόσφυγες από Ιταλία και Ελλάδα: Όχι ευχαριστώ!» σημειώνει στον τίτλο του σχετικού δημοσιεύματος, αναφέροντας ότι το υπουργικό συμβούλιο του κυβερνητικού συνασπισμού, έπειτα από σημερινή του συνεδρίαση, αποφάσισε ότι η Αυστρία δεν επιθυμεί να υποδεχθεί άλλους πρόσφυγες από τις δύο μεσογειακές χώρες. Η εφημερίδα του Βερολίνου σχολιάζει: «Σαν να βρισκόμαστε ήδη εν μέσω προεκλογικού αγώνα, το SPÖ και το ÖVP δεν χάνουν ευκαιρία να ανταλλάσσουν δηλώσεις αντιπάθειας. Ακόμη κι αν κατά βάση έχουν την ίδια άποψη. Αυτό συμβαίνει και στο ζήτημα της υποδοχής προσφύγων». Πηγή: Deutsche Welle