Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που εντάχθηκε στον τριμερή μηχανισμό στήριξης και η μόνη που παραμένει σήμερα, επτά χρόνια μετά, εξαρτημένη από τη βοήθεια των εταίρων της.
*Του Κωνσταντίνου Μίχαλου
Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης ανήκει στους πιστωτές της χώρας. Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν αναγνωρίσει εγκαίρως την ανάγκη για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και – κυρίως – αν είχαν λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις, οι διαστάσεις της κρίσης θα είχαν περιοριστεί σημαντικά. Δυστυχώς, ήταν από την αρχή προφανές ότι αντιμετώπισαν την ελληνική κρίση με κοντόφθαλμη λογική, προτάσσοντας τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής τους ατζέντας έναντι της ανάγκης να δοθεί μια ριζική λύση.
Λάθη και παραλείψεις, όμως, βαρύνουν και τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες εστίασαν στο δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος, με ένα μείγμα πολιτικής στηριγμένο στην υπερφορολόγηση και στις «εύκολες» οριζόντιες περικοπές δαπανών, αγνοώντας το σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Έτσι, στην Ελλάδα εφαρμόστηκε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, χωρίς όμως να προσθέτει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στην Πορτογαλία οι εξαγωγές κατά την πρώτη πενταετία μετά την εκδήλωση της κρίσης αναπτύχθηκαν και έδωσαν θετική ώθηση της οικονομία, της τάξης του 9%. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε αυτή η ώθηση.
Υπήρξε και υπάρχει μόνο η υπερπροσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων, ενάντια στις στρεβλώσεις που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως η γραφειοκρατία, το κόστος της ενέργειας, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, οι περιορισμοί στις αγορές.
Για να μπορέσει, επομένως, η Ελλάδα να κάνει το επόμενο βήμα και να βγει στις αγορές, είναι σημαντικό κάθε πλευρά να αναγνωρίσει με γενναιότητα τα λάθη της και να προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές κινήσεις.
*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος