Να υπάρξουν παρεμβάσεις στο χρέος, το οποίο χαρακτηρίζει μη βιώσιμο, αλλά και περικοπές στις συντάξεις και το αφορολόγητο ζήτησαν τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ αν και δεν υπήρξε ομοφωνία, όπως αποτυπώνεται στην επίσημη ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά την τρίωρη συνεδρίαση των μελών του ταμείου που δεν κατέληξε στη συνέχιση ή μη της παρουσίας του στην Ελλάδα. Παράλληλα τα μέλη του ταμείου ζητούν παρεμβάσεις στα εργασιακά με έμφαση στις ομαδικές απολύσεις και την απελευθέρωση όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά.
«Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα», αλλά «η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, κάτι που αντανακλάται στη μείωση των εισοδημάτων και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία».
Τα παραπάνω επισημαίνει το ΔΝΤ σε ανακοίνωση που εξέδωσε μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη «επανεξισορρόπηση». Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν.
Τα μέλη του Δ.Σ. έκαναν έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρωθούν στις προσπάθειες ελέγχου μεγάλων φορολογουμένων και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος. Έκαναν, επίσης, έκκληση για μια συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος ρύθμισης οφειλών με βάση την ικανότητα των οφειλετών να πληρώσουν και καλωσόρισαν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού εσόδων.
Ακόμα, τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων του εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, και να αξιοποιήσουν πλήρως το εποπτικό πλαίσιο, δίδοντας κίνητρα στις τράπεζες να θέσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων.
Υπογράμμισαν, επίσης, ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Υποστήριξαν δε όσο ταχύτερα γίνει πως η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στη βάση ενός χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα τόσο θα διασφαλιστεί η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.
Τα μέλη του Δ.Σ. ενθάρρυναν τις ελληνικές Αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, το το άνοιγμα των υπολοίπων κλειστών επαγγελμάτων, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση των επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων.
Τέλος, υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των στατιστικών πληροφοριών και των στατιστικών συστημάτων.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα του 2012, τα μέλη του Δ.Σ. επικρότησαν την εκ των υστέρων αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος του ΔΝΤ με την Ελλάδα της περιόδου 2012-16. Σε γενικές γραμμές συμφώνησαν ότι η αξιολόγηση παρείχε μια χρήσιμη βάση για τη συζήτηση των διδαγμάτων από το εν λόγω πρόγραμμα.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε οδήγησαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015.
«Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των κεφαλαιακών ελέγχων που εισήχθησαν στα μέσα του 2015».
Συνεχίζει λέγοντας ότι με βάση το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει μόλις λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Προσθέτει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται είτε με την ελλιπή είτε με την καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015, και δεν είναι βιώσιμο», τονίζεται.
Και από την ανακοίνωση προκύπτει πως οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα και σημειώνει ότι μερικά μέλη του Δ.Σ. είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, με δεδομένη την εντυπωσιακή προσαρμογή η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018» συνεχίζει η ανακοίνωση.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη “εξισορρόπηση”. Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν».
Όσον αφορά το χρέος η ανακοίνωση αναφέρει: «Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. θεώρησαν ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Τόνισαν δε την ανάγκη αυτή η ανακούφιση χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι διευθυντές υπογράμμισαν, ωστόσο, ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας».