Η κατάσταση στην Ελλάδα θα συνεχίσει να σταθεροποιείται, επισήμανε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, μιλώντας σήμερα ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου.
Καθοριστικής σημασίας θα είναι -όπως υποστήριξε- η νέα νομοθεσία για τα κόκκινα δάνεια, καθώς θα επιτρέψει στις τράπεζες την καλύτερη διαχείριση τους. Με τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης τα capital controls θα μπορέσουν να χαλαρώσουν, είπε. Σε κάθε περίπτωση η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, επισήμανε.
Την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομιας και τις θετικές προοπτικές στον τομέα της οικονομικής μεγέθυνσης, επισήμανε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας οικονομικού διαλόγου ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντώντας σε ερωτήσεις των Ελλήνων ευρωβουλευτών, Γιώργου Κύρτσου και Νότη Μαριά, ο Μ. Ντράγκι ανέφερε:
«Θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσω τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί την Ελλάδα για τη σταθεροποίηση μιας κατάστασης, η οποία ήταν πράγματι πολύ δύσκολη. Οι προαπαιτούμενες δράσεις που είχαν συμφωνηθεί, έχουν υλοποιηθεί και η απόφαση του ΔΣ του ΕΜΣ για την καταβολή της δόσης έχει ήδη ληφθεί. Ο συνδυασμός αυτός, μακρο-οικονομικών πολιτικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει δημιουργήσει και θα συνεχίσει να παράγει, περαιτέρω σταθεροποίηση, ενώ επίσης θα δημιουργήσει τις συνθήκες για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης» σημείωσε ο κ. Ντράγκι και συνέχισε:
«Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα επιτρέψει τη δημιουργία μιας καλύτερης συνολικά οικονομικής κατάστασης. Υπάρχουν βεβαίως αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως για παράδειγμα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η επιβάρυνση που επιφέρουν στον τραπεζικό τομέα – για το λόγο αυτό, η σχετική νομοθετική ρύθμιση είναι πολύ σημαντική, καθώς θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να απαλλαγούν από το βάρος αυτό που καθυστερεί την παροχή πιστώσεων, καθιστά τις τράπεζες πιο αδύναμες – και στην πραγματικότητα, υπονομεύει τη δυνατότητά τους να υποστηρίξουν τον ιδιωτικό τομέα. Θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας, ότι η κατάσταση της ρευστότητας αντιμετωπίζει εδώ και αρκετούς μήνες σημαντικές εκροές από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κατορθώσει να μειώσουν την εξάρτησή τους από την ΕΚΤ – εξέλιξη η οποία αποτελεί θετικό στοιχείο. Πρόκειται συνεπώς για έναν συνδυασμό στοιχείων και η τρέχουσα κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί εφόσον υιοθετηθούν οι κατάλληλες πολιτικές».
Καταλήγοντας, ο κ. Ντράγκι συμπέρανε πως «σταδιακά, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, οι έλεγχοι επί της κίνησης κεφαλαίων θα μπορούσαν σταδιακά να μειωθούν – αν και αυτό αποτελεί απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και όχι της ΕΚΤ. Αλλά και αυτός ο παράγοντας θα συνεισέφερε στην ενίσχυση της οικονομίας και θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πρόσβασης στις αγορές, όπως συνέβαινε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο».
Σε ερώτηση σχετικά με το χρόνο αποχώρησης της ΕΚΤ από την «τρόικα», ο Ντράγκι αναφέρθηκε στο ιστορικό της εμπλοκής της ΕΚΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, σημειώνοντας ότι ο ρόλος της είναι η παροχή τεχνογνωσίας, ενώ επίσης σημείωσε ότι η συμμετοχή της αποσκοπεί στη διασφάλιση της επιτυχίας των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής προς διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Ο ίδιος ανέφερε ακόμη, ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για ενδεχόμενη αποχώρηση της ΕΚΤ από την «τρόικα» και ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την ΕΚΤ αλλά και από τους λοιπούς θεσμούς, καθώς η ΕΚΤ αποτελεί πλέον μέρος των νομοθετικών ρυθμίσεων, που σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλύπτουν το ελληνικό πρόγραμμα.