«Η απόφαση του Eurogroup δεν αφορά τη νομοθέτηση μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση αλλά έναν μηχανισμό εξισορρόπησης τυχών αποκλίσεων που θα θεσμοθετηθεί εκ των προτέρων», αναφέρουν κυβερνητικές πηγές σχετικά με το αποτέλεσμα του Eurogroup.
Οι ίδιες πηγές παραθέτουν τις ακριβείς δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ και επισημαίνουν και όσα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, δεν μπορεί να νομοθετήσει προληπτικά, για να υπογραμμίσουν ότι οι δηλώσεις αυτές δείχνουν με ακρίβεια που θα κινηθεί η διαπραγμάτευση το αμέσως επόμενο διάστημα. Όπως μάλιστα υπογραμμίζουν, ανάλογος μηχανισμός υπάρχει και στη Γερμανία ο οποίος, αν υπάρξει απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους, ενεργοποιείται αυτόματα και κόβει κατά το αντίστοιχο ποσοστό όλους ανεξαιρέτως τους κωδικούς δαπανών του προϋπολογισμού.
Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές αναφέρουν μάλιστα πως ο κ. Νταϊσελμπλουμ τηρεί ισορροπία ανάμεσα στο ενδεχόμενο να νομοθετηθούν άμεσα τα ενδεχόμενα μέτρα (όπως απαιτεί η Κριστίν Λαγκάρντ) και στο να υπάρξει αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης αποκλίσεων.
Υπό το πρίσμα αυτής της προσέγγισης, επισημαίνουν, πρέπει να διαβαστεί η δήλωση του κ. Νταϊσελμπλουμ ο οποίος είπε: «Μετά από αυτά, ας έρθουμε πρώτα στην Ελλάδα στην οποία ήταν αφιερωμένο το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής συνεδρίασης. Συζητήσαμε την κατάσταση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και ποια θα είναι τα επόμενα βήματα. Η συνεργασία μεταξύ των θεσμών και των ελληνικών Αρχών ήταν πολύ δυνατή και παραγωγική – οι θεσμοί θα πουν περισσότερα όσον αφορά αυτό το θέμα. Πιστεύουμε ότι έχει συντελεστεί ουσιαστική πρόοδος σχετικά με τα καίρια θέματα που παραμένουν ανοιχτά – βρισκόμαστε κοντά σε συμφωνία – όπως η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και η μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος, η δημιουργία του ταμείου ιδιωτικοποιήσεων. Σε ορισμένα θέματα πρέπει να γίνει περαιτέρω εργασία για να κλείσουν, αλλά είμαστε πολύ κοντά. Σήμερα, εξετάσαμε και αποσαφηνίσαμε τους τρόπους για να προχωρήσουμε μπροστά. Θίξαμε επίσης το ζήτημα της αβεβαιότητας των προβλέψεων και της εμπιστοσύνης που μπορούμε να έχουμε στην υλοποίηση όσων έχουν συμφωνηθεί. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το πακέτο πολιτικής θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα πακέτο επιπλέον έκτακτων μέτρων που θα εφαρμοστεί μόνο εάν κριθεί αναγκαίο για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018. Ο μηχανισμός πρέπει να είναι αξιόπιστος, να θεσμοθετηθεί εκ των προτέρων, να είναι αυτόματος και να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες που θα πυροδοτήσουν αυτά τα έκτακτα μέτρα. Αυτό χρειάζεται περαιτέρω δουλειά, ο σχεδιασμός του, πώς θα λειτουργήσει, ποια μέτρα θα περιλαμβάνει και πώς θα ενεργοποιηθούν. Είμαι δε, χαρούμενος να σας ανακοινώσω ότι με τη δέσμευση του Έλληνα υπουργού να εργαστεί επ’ αυτού εποικοδομητικά και το ταχύτερο δυνατό, οι θεσμοί έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να εργαστούν το ταχύτερο δυνατό τις επόμενες μέρες για αυτό το μηχανισμό έκτακτων μέτρων».
«Είναι προφανές ότι μιλάει για λύση στην οποία συναινεί και ο υπουργός Οικονομικών. Επομένως δεν αφορά την νομοθέτηση μέτρων», επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές και τονίζουν ότι αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο και με τις απαντήσεις που έδωσε στους δημοσιογράφους ο επικεφαλής του Eurogroup, απαντήσεις στις οποίες επεφύλασσε αναφορά και στο ελληνικό νομικό σύστημα.
Ειδικότερα, ερωτηθείς για το αν θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να νομοθετήσει εκ των προτέρων όλα τα μέτρα του προληπτικού πακέτου, καθώς και εάν η απόφαση για τη διευθέτηση του χρέους αποτελεί προαπαιτούμενο για την επόμενη εκταμίευση, ο Πρόεδρος του Eurogroup έκανε σαφές ότι το προληπτικό πακέτο μέτρων είναι ζήτημα αξιοπιστίας. «Για να είναι αξιόπιστα τα μέτρα θα πρέπει να έχουν νομοθετηθεί. Το πώς αυτό θα σχεδιαστεί, αν δηλαδή θα νομοθετηθεί ο μηχανισμός ή τα μέτρα ένα προς ένα, είναι ακόμα υπό συζήτηση. Θα πρέπει να βρούμε τρόπους που να είναι εφικτοί και εφαρμόσιμοι στο ελληνικό νομικό σύστημα, αλλά χρειάζεται να είναι και αξιόπιστοι και αυτό θα κριθεί στο επόμενο Eurogroup», δήλωσε ο κ. Ντάισελμπλουμ.
Αναφορικά δε με το χρέος και την εκταμίευση ο κ. Ντάισελμπλουμ είπε: «Η εκταμίευση εξαρτάται από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, επομένως απαιτείται συμφωνία στο αρχικό και στο προληπτικό πακέτο μέτρων, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και στην επόμενη εκταμίευση. Θεωρώ, όμως, ότι για να υπάρξει συμφωνία στα προληπτικά μέτρα, χρειάζεται σαφήνεια και στο θέμα του χρέους και υπάρχει ένας ακόμα πολύ σοβαρός λόγος που είναι αναγκαία η σαφήνεια στο χρέος και αυτός είναι ότι χρειαζόμαστε την πλήρη δέσμευση του ΔΝΤ και γνωρίζετε καλά τη θέση του πάνω σε αυτό το ζήτημα».
Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν και τη δήλωση Ντάισελμπλουμ μετά το Ecofin για την οποία τονίζουν ότι είναι ακόμη πιο ξεκάθαρος αφού δηλώνει:«[…] Επιτρέψτε μου να κάνω σαφές – [διότι] στον ελληνικό Τύπο γίνεται λόγος για 4ο μνημόνιο – αυτό σε καμία απολύτως περίπτωση δεν ισχύει!
Κοιτώντας τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες βρίσκονται σε καλό δρόμο, είναι πολύ αποφασισμένοι. Θεωρώ ότι η δέσμη [μέτρων] που έχουμε κατά 95% δείχνει πολύ καλή. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν τύπο επιπλέον πακέτου εξασφάλισης, και θεωρώ ότι πρέπει απλώς να εργαστούμε στο πώς αυτός ο μηχανισμός θα μοιάζει. Ασφαλώς, υπάρχουν νομικοί περιορισμοί. Δεν μπορούμε, δεν πρόκειται – και ούτε καν επιθυμούμε – να υπερβούμε νομικούς περιορισμούς που υπάρχουν στην Ελλάδα. Θα το σχεδιάσουμε κατά τρόπο ο οποίος προσφέρει αξιοπιστία, αυτοματισμό και αντικειμενικότητα, και χρειάζεται να είναι νομικά δυνατός, φυσικά».
«Αυτό δείχνει πού θα κινηθεί η διαπραγμάτευση τις επόμενες ημέρες», αναφέρουν κυβερνητικές πηγές.
Τι λένε οι Ευρωπαίοι για τη δόση και τα μέτρα
«Έκλεισα ξενοδοχείο την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα πάω». Αυτή τη φράση Ευρωπαίος αξιωματούχος επέλεξε να χρησιμοποιήσει για να δώσει έμφαση στις δυσκολίες που συνοδεύουν το ενδεχόμενο συμφωνίας επί του πακέτου εφεδρικών μέτρων. Οι εκπρόσωποι των θεσμών ολοκληρώνουν σήμερα την επιστροφή τους στην Αθήνα έτσι ώστε να επιχειρήσουν σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές μέχρι την Τετάρτη να βρουν τη φόρμουλα που θα κάνει νομικά –και πολιτικά- δυνατή τη συμφωνία σε μέτρα ύψους 3,6 δισ. που θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα είναι μικρότερο του 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στην ευρωζώνη τα κράτη-μέλη ζήτησαν από την Ελλάδα να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις ως προς τα ενδεχόμενα εφεδρικά μέτρα, οι οποίες θα είναι αξιόπιστες και θα έχουν στοιχεία αυτοματισμού. Ανάλογες διαδικασίες έχουν ήδη ισχύσει στην περίπτωση της Ιταλίας. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν πως είναι υπό συζήτηση το ποιος θα έχει την τελική ευθύνη για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού. Το βέβαιο πάντως είναι πως τα στοιχεία που χρησιμοποιηθούν θα είναι της Eurostat, ενώ μία ιδέα είναι να γίνει το πρώτο τεστ, σ’ ένα χρόνο από τώρα, όταν θα δημοσιευθούν τα στοιχεία της Eurostat για το 2016.
Η άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι εάν επιτευχθεί συμφωνία θα είναι επωφελής για την Ελλάδα. Πρώτ’ απ’ όλα, αναφέρουν πηγές, θα ξεκλειδώσει άμεσα η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Σύμφωνα με τους αρμόδιους η δόση η οποία προβλεπόταν για το περασμένο φθινόπωρο όταν θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση ήταν 5,4 δισ., ωστόσο λόγω των καθυστερήσεων στην καταβολή της λόγω των συνεχιζόμενων διαβουλεύσεων, η πρόθεση των δανειστών είναι η εν λόγω δόση να είναι μεγαλύτερη. Επιπλέον, εφόσον το ΔΝΤ ικανοποιηθεί με την εν λόγω συμφωνία (σε συνδυασμό με τη συζήτηση για το χρέος) και το ΔΣ του εγκρίνει το νέο πρόγραμμα με την Ελλάδα, θα προχωρήσει επίσης στην εκταμίευση της πρώτης δόσης. Με αυτά τα χρήματα, οι ίδιες πηγές, εκτιμούν πως η Ελλάδα όχι μόνο θα εξυπηρετήσει τις τρέχουσες δανειακές υποχρεώσεις της αλλά θα αποπληρώσει μεγάλο μέρος των ανεξόφλητων οφειλών της προς τον ιδιωτικό τομέα κάτι που θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία. Τέλος, ως μεγάλο όφελος για την Ελλάδα παρουσιάζεται η έναρξη της συζήτησης για το χρέος. Ευρωπαίος αξιωματούχος υπογράμμιζε πως ακόμα και αν δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιες αποφάσεις θα ληφθούν τώρα, ποιες πριν το τέλος του προγράμματος και ποιες όταν θα υπάρχει το «πραγματικό πρόβλημα», δηλαδή το 2023, η ευρωζώνη έχει ως στόχο με αυτήν τη συζήτηση να «δημιουργήσει» το απαραίτητο περιβάλλον «ασφάλειας» για τους επενδυτές. «Απλά πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση σε φάσεις έτσι ώστε να διατηρείται ένα επίπεδο πίεσης προς την ελληνική πλευρά» σημειώνει η ίδια πηγή.