«Όταν φθάνει κανείς να διαπραγματεύεται με το πιστόλι στον κρόταφο, δεν μπορεί να ελπίζει σε καλές συμφωνίες» τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της ΚΕΕ.
Επισήμανε πως η χώρα οφείλει να πετύχει τους στόχους που προβλέπει η συμφωνία, για να μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές και να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει μονόδρομο το μείγμα πολιτικής που θα εφαρμοστεί για την επίτευξή τους.
Υπογράμμισε την ανάγκη η επόμενη κυβέρνηση να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια αλλαγών στο μνημόνιο, ώστε να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι υφεσιακές του επιπτώσεις σημειώνοντας: «Δυνατότητες και εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν».
Σε μελέτη που εκπόνησε το ΕΒΕΑ προτείνει την απόσυρση σειράς φορολογικών μέτρων (της αύξησης των συντελεστών του ΦΠΑ και του φόρου νομικών προσώπων, της προκαταβολής φόρου, του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, της εισφοράς αλληλεγγύης και του φόρου πολυτελείας) που αντιστοιχούν σε 4,6 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας ένα σύνολο υποκατάστατων μέτρων ύψους επίσης 4,6 δισ. ευρώ, καθώς και ρήτρες θετικής βελτίωσης, που θα προκύψουν από προτεινόμενα μέτρα αύξησης των εσόδων, ύψους άνω των 1,7 δισ. €.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Μίχαλου:
«Σε λίγες ημέρες, ανοίγουν ξανά οι κάλπες των εθνικών εκλογών, για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ μόλις μήνες.
Έχουν προηγηθεί, από τον Οκτώβριο του 2009, άλλες τρεις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις. Το σκηνικό ήταν πάντα το ίδιο. Με τα κόμματα να πλειοδοτούν σε υποσχέσεις, με την κοινωνία να διχάζεται, με την αβεβαιότητα να καθηλώνει την οικονομία.
Με τις δομικές μεταρρυθμίσεις να μετατίθενται κάθε φορά «για αργότερα». Με τους πολίτες να απογοητεύονται και να εξοργίζονται κάθε φορά και περισσότερο, για τις ακυρωμένες προσδοκίες τους.
Τώρα, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τον Ιανουάριο του 2015, κατέρρευσαν μια σειρά από μύθοι που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα έξι χρόνια: ότι δήθεν υπάρχει άλλος δρόμος για την Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη, ότι υπάρχουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της εθνικής μας οικονομίας, π.χ. από τη Ρωσία, την Κίνα, τις BRICS.
Δυστυχώς, το τέλος των ψευδαισθήσεων στοίχισε πολύ ακριβά. Το τίμημα το πληρώνει και θα συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμη να το πληρώνει η χώρα.
Τεράστια εκροή καταθέσεων, πάγωμα της ζήτησης, ακύρωση επενδυτικών σχεδίων, κεφαλαιακοί έλεγχοι, νέο κύμα λουκέτων στην αγορά, χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας.
Αντί της πολυαναμενόμενης ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία βρίσκεται και πάλι στο κατώφλι μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.
Φθάσαμε να θεωρούμε την υπογραφή του 3ου Μνημονίου θετική εξέλιξη, καθώς απέτρεψε τον άμεσο κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Όμως, τα μέτρα που τη συνοδεύουν είναι δυσβάσταχτα. Και κυρίως, το μείγμα πολιτικής που έχει επιλεγεί είναι για μια ακόμη φορά αντιαναπτυξιακό και κοινωνικά άδικο. Για μια ακόμη φορά, εστιάζει στην αύξηση των εσόδων δια της φορολογίας, αντί στην περιστολή των δαπανών. Είναι σαν να μη διδαχθήκαμε τίποτα, μετά από έξι χρόνια μνημονίων και ύφεσης.
Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση, όχι μόνο για την επόμενη κυβέρνηση, αλλά και για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Το μάθημα το πληρώσαμε ακριβά. Τουλάχιστον ας το αξιοποιήσουμε. Είναι καιρός το πολιτικό σύστημα να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και να κάνει ό,τι απαιτείται για να σταθεί η χώρα και πάλι στα πόδια της.
Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη.
Ναι. Όταν φθάνει κανείς να διαπραγματεύεται με το πιστόλι στον κρόταφο, δεν μπορεί να ελπίζει σε καλές συμφωνίες.
Ναι. Η χώρα οφείλει να πετύχει τους στόχους που προβλέπει η συμφωνία, για να μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές και να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία.
Δεν μπορεί όμως και δεν πρέπει να αποτελέσει μονόδρομο το μείγμα πολιτικής που θα εφαρμοστεί για την επίτευξή τους.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνουν τα ίδια λάθη με το παρελθόν.
Κατ’ αρχήν, δεν μπορεί ο ιδιωτικός τομέας και οι εργαζόμενοι σε αυτόν, να πληρώσουν για μια ακόμη φορά το λογαριασμό.
Δεν μπορεί ο επιχειρηματικός κόσμος να σηκώσει άλλα βάρη, για να καλύπτει το κόστος του πελατειακού κράτους και την ανικανότητα διαδοχικών κυβερνήσεων να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά.
Είναι αδιανόητο να αυξάνεται η προκαταβολή φόρου για τις μικρές επιχειρήσεις και την ίδια ώρα να δημιουργούνται νέοι κρατικοί φορείς και να γίνονται προσλήψεις στο δημόσιο.
Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια αλλαγών στο μνημόνιο, ώστε να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι υφεσιακές του επιπτώσεις.
Δυνατότητες και εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν. Και το ΕΒΕΑ τόλμησε ήδη να τις αναζητήσει, να τις επεξεργαστεί, να τις κοστολογήσει και να τις προτείνει.
Στη μελέτη που εκπονήσαμε, προτείνουμε την απόσυρση μιας σειράς φορολογικών μέτρων: της αύξησης των συντελεστών του ΦΠΑ και του φόρου νομικών προσώπων, της προκαταβολής φόρου, του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, της εισφοράς αλληλεγγύης και του φόρου πολυτελείας.
Το σύνολο των μέτρων που ζητούμε να αποσυρθούν ή να καταργηθούν αντιστοιχεί σε 4,6 δισ. ευρώ.
Στη θέση τους, προτείνουμε ένα σύνολο υποκατάστατων μέτρων ύψους 4,6 δισ. ευρώ, καθώς και ρήτρες θετικής βελτίωσης, που θα προκύψουν από προτεινόμενα μέτρα αύξησης των εσόδων, ύψους άνω των 1,7 δισ. €.
Η μελέτη του ΕΒΕΑ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, προτάσεις για:
– τη διερεύνηση της σκοπιμότητας και της αποτελεσματικότητας των φορέων του Δημοσίου
– τη ριζική αναδιάρθρωση του πλαισίου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, την αναδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
– την αναθεώρηση της πρακτικής των δεσμευμένων πόρων υπέρ τρίτων
– την αναβάθμιση του ασφαλιστικού συστήματος
– την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της φορολογίας εισοδήματος με εξορθολογισμό των φορολογικών συντελεστών
– τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων
Αναλάβαμε αυτή την πρωτοβουλία, γιατί πιστεύουμε ότι δεν αρκεί η άρνηση και η διαμαρτυρία. Χρειάζονται και θετικές, ρεαλιστικές, συγκεκριμένες προτάσεις.
Στόχος μας, αν μη τι άλλο, είναι να ανοίξουμε έναν ειλικρινή διάλογο προς αυτή την κατεύθυνση. Και ελπίζουμε ότι όποιο κι αν είναι το κυβερνητικό σχήμα της επόμενης ημέρας, θα δείξει την ανάλογη ανταπόκριση.
Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο η δημοσιονομική πολιτική.
Χρειάζεται άμεσα ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, με στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ενίσχυση της ανάπτυξης.
Κι εδώ, επίσης, πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη των προηγούμενων ετών. Η χώρα έχει ανάγκη από σοβαρές, τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Και όχι από μπαλώματα και προχειρότητες της τελευταίας στιγμής, για «να βγει η υποχρέωση» και να κλείσει η αξιολόγηση.
Πρέπει, ανεξάρτητα από πολιτικές ιδεολογίες, να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα κατάματα. Δεν μπορεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας να στηριχθεί σε ένα χρεοκοπημένο κράτος. Είτε μας αρέσει είτε όχι, χρειάζονται ιδιωτικά κεφάλαια. Χρειάζονται καινούριες επενδύσεις, για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, εισοδήματα και έσοδα για το Δημόσιο και τα Ταμεία.
Τους τελευταίους μήνες, είδαμε τους επενδυτές να συνωστίζονται στην έξοδο εξαιτίας της αβεβαιότητας, αλλά και του εχθρικού κλίματος που επικράτησε.
Η αντιστροφή αυτού του κλίματος πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Χρειάζονται συγκεκριμένες και ουσιαστικές παρεμβάσεις, με στόχο η Ελλάδα να γίνει ξανά ελκυστική για επενδύσεις. Να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και να κινητοποιηθούν ή να ξεπαγώσουν επιχειρηματικά σχέδια και πρωτοβουλίες.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε ευκαιρίες και πόρους, από το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ευκαιρίες και πόρους από το Αναπτυξιακό Πακέτο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι ευκαιρίες θα πάνε χαμένες, αν δεν έχουμε διασφαλίσει ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Οι ευκαιρίες θα πάνε, επίσης, χαμένες, εάν δεν αποκατασταθεί στον ταχύτερο δυνατό χρόνο η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Και θα πάνε σίγουρα χαμένες οι ευκαιρίες, εάν δεν έχουμε συμφωνήσει σε ένα βασικό στρατηγικό σχέδιο για το που θέλουμε να στηριχθεί η ανάπτυξη του τόπου στα επόμενα χρόνια. Σε ένα σχέδιο με στόχο την παραγωγική αναδιάρθρωση και την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Σε ένα σχέδιο που θα κατευθύνει πόρους σε τομείς και κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην ενθάρρυνση της καινοτομίας. Και βεβαίως στην ενδυνάμωση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας, η οποία είναι και θα συνεχίσει να αποτελεί το βασικό κορμό της ελληνικής οικονομίας.
Η προσπάθεια για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας, περνά από τρεις προϋποθέσεις:
– τη διαμόρφωση ενός ορθολογικού μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής
– την ταχεία αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος
– την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων, με κύριο στόχο τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Στη διασφάλιση και των τριών αυτών των προϋποθέσεων, επιδρά καθοριστικά ένας παράγοντας: η πολιτική σταθερότητα.
Η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία δεν αντέχουν άλλες περιπέτειες.
Ο επιχειρηματικός κόσμος και ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν άλλη αβεβαιότητα. Χρειάζονται σταθερό έδαφος και βιώσιμο κλίμα για να παραμείνουν στη ζωή. Για να διατηρήσουν θέσεις εργασίας. Για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να στηρίξουν την αναπτυξιακή προσπάθεια του τόπου.
Ελπίδα και αίτημα των επιχειρήσεων είναι οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου να κλείσουν επιτέλους τον κύκλο της αβεβαιότητας και της αστάθειας. Ζητούμε από τις πολιτικές δυνάμεις να συναινέσουν και να συνεργαστούν, για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας.
Μιας κυβέρνησης, η οποία θα αφήσει στην άκρη τις κομματικές ή εσωκομματικές στρατηγικές. Μια κυβέρνηση που θα εργαστεί από την επόμενη κιόλας ημέρα για τη διασφάλιση της σταθερής πορείας της χώρας εντός του ευρώ. Για την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, όχι μέσα από την αναδιανομή ανύπαρκτων πόρων, αλλά μέσα από την αύξηση του εθνικού πλούτου.
Σε αυτή την προσπάθεια, εμείς θα είμαστε παρόντες. Θα συμμετέχουμε στο διάλογο με ρεαλιστικές και υπεύθυνες προτάσεις. Θα εκφράζουμε, όπως πάντα, καθαρά και δυνατά τη φωνή του παραγωγικού κόσμου».