Την πρόταση των τριών θεσμών (Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ) προς τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία παρουσίασε σήμερα η Ανίκα Μπράιτχαρτ, εκπρόσωπος του Επιτρόπου Οικονομίας, Πιερ Μοσκοβισί, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για «μια δέσμη ουσιαστικών, ισορροπημένων και με οικονομικό αποτέλεσμα προτάσεων».
Η Α. Μπράιτχαρτ ανέφερε ότι οι προτάσεις των θεσμών ανταποκρίνονται στις ανάγκες του ελληνικού λαού, της ελληνικής κυβέρνησης και των 18 υπόλοιπων κυβερνήσεων της ευρωζώνης, που είναι επίσης δημοκρατικά εκλεγμένες.
Όπως ανέφερε η Α. Μπράιτχαρτ, η πρόταση των θεσμών βασίζεται σε πέντε πυλώνες:
Πρώτον, στην αξιόπιστη δημοσιονομική προσαρμογή. Η Ελλάδα πρέπει να δεσμευτεί να επιτυχει στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2016 και 3,5% ως το 2018, ανέφερε η εκπρόσωπος του Π. Μοσκοβισί.
Δεύτερον, σε μέτρα για τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης. Για παράδειγμα την ίδρυση ενός ανεξάρτητου φορέα φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Τρίτον, στην προσπάθεια ενίσχυσης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από μία στρατηγική αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τέταρτον, στις μεταρρυθμίσεις που προωθούν την ανάπτυξη, όπως για παράδειγμα ο εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας και η μείωση των τιμών μέσα από το άνοιγμα της αγοράς προϊόντων.
Πέμπτον, στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, μεταξύ άλλων, μέσω της καταπολέμησης της διαφθοράς.
«Οι προτάσεις αυτές συνάδουν με τη δήλωση του Eurogorpup της 20ης Φεβρουαρίου και έχουν συζητηθεί εκτενώς στο πλαίσιο του Brussels Group», ανέφερε η εκπρόσωπος του Π. Μοσκοβισί.
Ειδικότερα, όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους η Α. Μπράιτχαρτ τόνισε πως οι στόχοι του 2015 έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω. Όπως είπε, οι θεσμοί ζητούν στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1% του ΑΕΠ, το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον στόχο του 3% του ΑΕΠ που έθετε το πρόγραμμα. Επιπλέον, ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος έχει και αυτός αναθεωρηθεί προς τα κάτω από το 4,5% του ΑΕΠ στο 3,5% του ΑΕΠ και η επίτευξή του παρατάθηκε κατά δύο χρόνια, έως το 2018. «Αυτό είναι τεράστια παραχώρηση» ανέφερε.
Η εκπρόσωπος του Π. Μοσκοβισί ανέφερε ακόμη, ότι προβλέπονται και μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που υιοθετήθηκαν τον Φεβρουάριο, καθώς επίσης και η εφαρμόγη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που θα προστατέυεσει τα πλέον ευάλωτα κοινωνικά στρώματα.
Όπως είπε η Α. Μπράιτχαρτ, οι ελληνικές αρχές συμφώνησαν σε αυτούς τους στόχους, το ερώτημα όμως είναι πόσο αξιόπιστες είναι δεσμεύσεις τους για να τους επιτύχουν.
Σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό η εκπρόσωπος της Επιτροπής ανέφερε ότι οι θεσμοί δεν ζητούν περικοπές των συντάξεων. Τόνισε, ωστόσο, ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας είναι σχετικώς το πιο δαπανηρό στην Ευρώπη και ως εκ τούτου η αναδιάρθρωσή του θεωρείται από τους θεσμούς αναγκαία. Η αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού έχει να κάνει με την κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδότησης και την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Οι θεσμοί, σύμφωνα με την κοινή τους αξιολόγηση, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού πρέπει να αντιπροσωπεύει το 1% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ η πρόταση των ελληνικών αρχών αφορούσε, όπως είπε, εξοικονόμηση 71 εκατ. ευρώ το 2016 (0,04% του ΑΕΠ).
Εξάλλου, η Α. Μπράιτχαρτ τόνισε ότι οι θεσμοί δεν ζητούν μείωση των μισθών, αλλά ζητούν τον εκσυγχρονισμό του μισθολογίου στο δημόσιο τομέα, με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο και τη διατήρηση των μισθολογικών πρακτικών στον ιδιωτικό τομέα, σε συνάρτηση με τα διεθνή πρότυπα και λαμβάνοντας υπόψη τα πολύ υψηλά επίπεδα ανεργίας στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα περικοπές μισθών αλλά ότι οι μισθοί θα πρέπει να αυξάνονται σε συνάρτηση με τις ανάγκες της οικονομίας για παραγωγή και ανταγωνιστικότητα.
Επιπλέον, η εκπρόσωπος του Π. Μοσκοβισί τόνισε ότι οι θεσμοί ζητούν τον εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τις συμβάσεις, εμπλέκοντας ανεξάρτητους φορείς και διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ και ο ΙLO (Διεθνής Οργανισμός Εργασίας).
Όσον αφορά τους συντελεστές ΦΠΑ, η Α. Μπράιτχαρτ ανέφερε ότι οι θεσμοί θα μπορούσαν να δεχτούν την πρόταση των ελληνικών αρχών, υπό την προϋπόθεση ότι η αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ θα φτάνουν το 1% του ΑΕΠ.