«Οι κύριοι στόχοι της μεταρρύθμισης για τα εργασιακά είναι η δημιουργία κινήτρων για προσλήψεις, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, μέσω της καταπολέμησης της αδήλωτης απασχόλησης, αλλά και της ενίσχυσης των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, έτσι ώστε να ενσωματωθούν οι άνεργοι στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας, με αυτόν τον τρόπο, την απασχολησιμότητα».
Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην τριμηνιαία έκθεσή του (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016) το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Όπως σημειώνεται, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει αλλαγές, που αφορούν στους έξι πυλώνες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου (συνθήκες εργασίας, αγορά εργασίας, κοινωνική προστασία, κοινωνικός διάλογος, δημόσιος τομέας και συνοχή).
Όπως επισημαίνεται στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η έκθεση των θεσμών προς την κυβέρνηση, μετά την πρώτη αξιολόγηση, για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αναφέρεται στα εξής ζητήματα:
«- Οι θεσμοί υποστηρίζουν την επέκταση του πεδίου των επιχειρησιακών συμβάσεων (μισθοί και απασχόληση), διότι βοηθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας ή προσαρμογής. Η μεταρρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων συμβάλλει, σύμφωνα με τους θεσμούς, στην ευελιξία των επιχειρήσεων, προκειμένου να προσαρμόσουν το εργασιακό κόστος, μέσω των τιμών και όχι μέσω των απολύσεων.
– Στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διαδικασία της διαιτησίας, θα λαμβάνονται υπόψη οικονομικά κριτήρια που αφορούν στην εκάστοτε επιχείρηση, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία διαιτησίας. Η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, σύμφωνα με τους θεσμούς, θα συνεχίζει να υφίσταται.
– Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν προϊόν διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Εφεξής, όμως, θα αποφασίζεται από το κράτος και, από το 2017 και μετέπειτα, θα αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς, χωρίς να περιλαμβάνει τα επιδόματα ωρίμανσης. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται, έτσι ώστε να συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
– Ως προς τις ομαδικές απολύσεις, οι θεσμοί κρίνουν απαραίτητη την κατάργηση των περιορισμών (η διοικητική προέγκριση ισχύει μόνο στην Ελλάδα, ενώ ακόμα αναμένεται η απόφαση της ΑΓΕΤ Ηρακλής) και την αύξηση του ποσοστού του ορίου των απολύσεων από 5% σε 10%.
– Για το συνδικαλιστικό νόμο, οι θεσμοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές στη δομή και την οργάνωση των συνδικάτων, στην εξασφάλιση της εκπροσώπησης όλων των εργαζομένων, καθώς και την εφαρμογή της “ανταπεργίας” (“lockout”). Τέλος, επισημαίνουν ότι θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία μίας πλατφόρμας ηλεκτρονικής καταγραφής των μελών των συνδικάτων, που θα μείωνε τη γραφειοκρατία και θα καταπολεμούσε πρακτικές εκμετάλλευσης».
Επιπλέον, στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής παρουσιάζονται τα βασικά σημεία του πορίσματος της Διεθνούς Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά.
Συγκεκριμένα, αναφέρονται τα εξής:
«Το πόρισμα της Διεθνούς Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εργασίας ως προς το ζήτημα της συνδικαλιστικής δράσης υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται η υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων για τις απεργίες. Η υιοθέτηση της «ανταπεργίας» («lockout») θα έθετε σε κίνδυνο τις ισορροπίες μεταξύ συνδικάτων και εργαζομένων κατά τη διάρκεια των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, τονίζουν ότι πρέπει να υπάρχει ένα κοινωνικό σχέδιο που θα καλύπτει τους απολυμένους. Το ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων θα ρυθμιστεί, μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την ΑΓΕΤ-Ηρακλής. Επίσης, προτείνουν την ευελιξία του χρόνου εργασίας στις επιχειρήσεις, όπου οι εργαζόμενοι θα απασχολούνται λιγότερες ώρες και θα λαμβάνουν αποζημίωση από τον ΟΑΕΔ για τις ώρες μη απασχόλησης. Παράλληλα, με τη μείωση των ωρών αποφεύγεται το μεγάλο κόστος των απολύσεων σε αποζημιώσεις και επιδόματα ανεργίας.
Ως προς τον κατώτατο μισθό, υπάρχει συμφωνία για τον καθορισμό του με βάση την πορεία της ελληνικής οικονομίας (με βάση την απασχόληση, το επίπεδο τιμών, το επίπεδο της ανεργίας, τους μισθούς). Η διαφωνία έγκειται στο ποιος θα καθορίζει τον κατώτατο μισθό. Η μία άποψη είναι ο καθορισμός να πραγματοποιείται, μέσω της ΕΓΣΣΕ, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και η άλλη άποψη είναι να καθορίζεται από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης. Κατά την Επιτροπή, η αύξηση των κατώτατων μισθών δεν αποτελεί λύση, αυτό που είναι αναγκαίο είναι η καταπολέμηση της εισοδηματικής ανισότητας. Ιδιαίτερα σήμερα όπου η καταναλωτική δύναμη έχει μειωθεί σημαντικά και έχει οδηγήσει σε επιδείνωση της φτώχειας και της ανισότητας, λόγω της συνεχούς αύξησης των φόρων και των εισφορών.
Διαφωνία υπάρχει και ως προς τον κατώτατο μισθό των νέων κάτω των 25 ετών, όπου διατυπώνεται η πρόταση της εισαγωγής υπο-κατώτατου μισθού με βάση την εργασιακή εμπειρία (ένα ποσοστό εμπειρίας 85% για το πρώτο έτος και 95% για το δεύτερο έτος και θα εξαιρούνται, όσοι πραγματοποιούν πρακτική άσκηση) και όχι την ηλικία ή τη διατήρησή του, ως έχει. Επισημαίνεται ότι ο κατώτατος μισθός των νέων κάτω των 25 ετών είχε μειωθεί κατά 35,4%, το διάστημα 2010-2012. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι το ηλικιακό κατώφλι για τον κατώτατο μισθό των νέων είναι αρκετά υψηλό στην Ελλάδα.
Στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η επέκτασή τους θα γίνεται, κατόπιν αίτησης των ενδιαφερόμενων μερών και η απόφαση θα λαμβάνεται από τον υπουργό Εργασίας, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Το ποσοστό των εργαζομένων που αντιπροσωπεύονται, (κάποια μέλη της Επιτροπής υποστηρίζουν ότι η επέκταση θα πρέπει να γίνεται, μόνο όταν καλύπτεται το 50%) θα ελέγχεται από ένα διοικητικό σύστημα θεσμοθετημένο από την κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους. Επέκταση των συμβάσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν παρατηρούνται δυσκολίες σε παρόμοια αγορά εργασίας. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα επικρατεί χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, γεγονός που σημαίνει ότι η επέκταση των ΣΣΕ θα αφορά μικρό αριθμό εργαζομένων.
Οι χαμηλότερου επιπέδου ΣΣΕ δεν δύναται να είναι χειρότερες από τις εθνικές ή κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, ενώ γίνεται λόγος για την αρχή της επικουρικότητας στην ιεραρχία των συμβάσεων, που σημαίνει ότι οι επιχειρησιακές υπερισχύουν των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών και εθνικών. Η χρονική επέκταση των ΣΣΕ θα έχει διάρκεια έξι μηνών, εκτός αν αποφασίσουν διαφορετικά οι κοινωνικοί εταίροι. Η μετενέργεια θα πρέπει να καλύπτει, σύμφωνα με την Επιτροπή, τους συμφωνηθέντες όρους εργασίας, ενώ μία σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί, αφού υπάρξει προειδοποίηση τριών μηνών.
Οι όροι κάθε συλλογικής σύμβασης, που δεν αποτελούν προϊόν συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων, θα καθορίζονται, μέσω διαιτησίας, εφόσον υπάρχει συμφωνία και των δυο μερών. Η μονομερής προσφυγή, σύμφωνα με την Επιτροπή, θα πρέπει να επιλέγεται ως έσχατη λύση.
Ο τριμερής κοινωνικός διάλογος κρίνεται απαραίτητος για θέματα που άπτονται της ισότητας στην αγορά εργασίας, την ένταξη των νέων και την επιμόρφωση των εργαζομένων. Επίσης, κρίνουν απαραίτητο την αναδιοργάνωση του ΟΑΕΔ (σε συνδυασμό με πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου θα συμβάλει στην επανένταξη των ανέργων), Είναι σημαντικό τα άτομα ικανά προς εργασία να μπορούν να βρουν εργασία, αλλά, ταυτόχρονα να δίνονται κίνητρα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν την απασχόληση».
Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι «οι προτάσεις της Επιτροπής για τα εργασιακά έρχονται σε αντίθεση με τις γραμμές των θεσμών σε σημαντικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, το κείμενο των θεσμών αναφέρεται σε ανατροπές σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, τον οποίο θεωρεί υψηλό και πολύπλοκο και ο οποίος θα πρέπει να καθορίζεται από την κυβέρνηση ως ενιαίο ποσοστό. Οι απόψεις της Επιτροπής διίστανται για το ποιος θα καθορίζει τον κατώτατο μισθό, ενώ θεωρούν ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας. Ως προς τις απολύσεις, οι θεσμοί ζητούν αύξηση του ορίου απολύσεων από 5% σε 10% και η Επιτροπή προτείνει την ευελιξία του ωραρίου εργασίας. Ως προς το συνδικαλιστικό νόμο, σε αντίθεση με τους θεσμούς, η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι δεν χρειάζονται αλλαγές. Οι θεσμοί, όμως, τονίζουν ότι υπάρχουν γενναιόδωρα συνδικαλιστικά επιδόματα, αδικαιολόγητες απουσίες συνδικαλιστών από την εργασία τους και, γενικά, τυγχάνουν μεγαλύτερης προστασίας».