Μείωση στο 24% καταγράφηκε στο ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το γ’ τρίμηνο εφέτος, από 24,6% το β’ τρίμηνο και έναντι 25,5% το γ’ τρίμηνο 2014. Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 1.160.522 άτομα και µειώθηκε κατά 1,7% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και κατά 5,6% σε σχέση µε το γ’ τρίµηνο πέρυσι.
Ωστόσο, παραμένουν τα σημαντικά δομικά προβλήματα, με κύριο αυτών το γεγονός ότι οι μακροχρόνια άνεργοι που αναζητούν εις μάτην εργασία άνω του έτους αποτελούν το 73,7% του συνόλου των ανέργων και υπερβαίνουν τα 855.000 άτομα. Παράλληλα, περίπου 232.000 άτομα δουλεύουν με μερική απασχόληση, διότι δεν μπορούν να βρουν πλήρη. Επίσης, στις περιφέρειες της χώρας που δεν επωφελήθηκαν από το τουριστικό ρεύμα σημειώθηκε αύξηση της ανεργίας, ενώ η ανεργία στους νέους έως 24 ετών συνεχίζει να κινείται κοντά στο 50% και ειδικά στις νέες γυναίκες ανέρχεται στο 54,5%.
Ειδικότερα, από την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν και τα εξής:
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (28,1% το γ’ τρίμηνο 2015 από 29,2% το γ’ τρίμηνο 2014) είναι σηµαντικά υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (20,7% από 22,6%).
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στα άτομα 15- 24 ετών (48,8% το γ’ τρίμηνο 2015 από 49,5% το γ’ τρίμηνο 2014) και 25- 29 ετών (34,3% από 39,7%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (23,4% από 24,7%), 45- 64 ετών (18,4% από 18,5%) και 65 ετών και άνω (10,8% από 9,3%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις- με αύξηση της ανεργίας- βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (31,5% το γ΄ τρίμηνο 2015 από 26,7% το γ΄ τρίμηνο 2014), η Δυτική Ελλάδα (28,1% από 27,5%) και η Θεσσαλία (26,5% από 25,4%). Ακολουθούν, η Κεντρική Μακεδονία (25,5% από 27,8%), η Στερεά Ελλάδα (25,5% από 26%), η Αττική (24,8% από 27,1%), η Ήπειρος (24,4% από 25,9%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (22,6% από 23%), η Πελοπόννησος (22,4% από 23%), η Κρήτη (20,7% από 20,9%), το Βόρειο Αιγαίο (15,8% από 21,6%), οι Ιόνιοι Νήσοι (12,2% από 16,1%) και το Νότιο Αιγαίο (10,4% από 15,2%).
Λαµβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (46,9%). Τα χαµηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (13,2%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (20%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν µισθωτή απασχόληση, το 12% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 82,4% αναζητεί πλήρη αλλά, στην ανάγκη, είναι διατεθειµένο να εργαστεί και µε µερική απασχόληση. Τέλος, το 5,6% είτε αναζητεί µερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται εάν θα βρει µερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (6,6%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (27,7%), δεν εξυπηρετούσε το ωράριο εργασίας (20,2%) και δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (17,4%).
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν ανέρχεται στο 23,6% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι µακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 µήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα από το εάν έχουν εργαστεί στο παρελθόν), αποτελούν το 73,7%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων µε ξένη υπηκοότητα είναι µεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (28,6% έναντι 23,7%). Επίσης, το 72,4% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 51,2%.
Το γ’ τρίμηνο εφέτος ο αριθµός των απασχολούµενων ανήλθε σε 3.671.096 άτοµα. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και κατά 2,3% σε σχέση µε το γ’ τρίµηνο του 2014.
Ειδικότερα, το γ’ τρίµηνο εφέτος βρήκαν απασχόληση 157.407 άτοµα, τα οποία δήλωσαν ότι ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 47.819 άτοµα µετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 128.159 άτοµα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούµενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 52.677 άτοµα που ήταν απασχολούµενα είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 115.384 άτοµα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Το ποσοστό της µερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,1% του συνόλου των απασχολουµένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζοµένων, το 69,4% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν µπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 7% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 5,1% διότι εκπαιδεύεται, το 2,5% διότι φροντίζει µικρά παιδιά ή εξαρτώµενους ενήλικες και το 15,9% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των µισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 65,6%, εξακολουθεί να είναι χαµηλότερο του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,5% του συνόλου των απασχολουµένων.