Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2023 αναμένεται να φτάσει στο 2,6% και για το 2024 να αυξηθεί σε 2,8%, με σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων και της δυναμικής της ιδιωτικής κατανάλωσης όπως προβλέπει με την Εαρινή Έκθεσή το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος της δυναμικής της από το 2022 και στους πρώτους μήνες του 2023 παρά τη γεωπολιτική αβεβαιότητα λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης και της επακόλουθης αυστηρής νομισματικής πολιτικής.
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις υποχωρούν, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή για τη χώρα μας να διαμορφώνεται στο 2,8% τον Ιούνιο του 2023, από 4,1% τον Μάιο 2023.
Ο αντίστοιχος ρυθμός πληθωρισμού σε επίπεδο Ευρωζώνης βρίσκεται στο 5,5% και πιθανή διατήρηση της επίδοσης αυτής, μπορεί να επιδράσει θετικά στην συγκράτηση του εξωτερικού ελλείμματος. Στους παράγοντες που συνέβαλαν στην επιβράδυνση του πληθωρισμού συγκαταλέγονται η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, η σχετική εξομάλυνση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και η ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το υψηλό επίπεδο του δομικού πληθωρισμού, που παρά την μείωση του από 7,3% τον Μάιο 2023 σε 4,8% τον Ιούνιο, επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών με αναγκαίες τις μέχρι τώρα δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του διαθεσίμου εισοδήματός τους.
Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να υποχωρεί, με αποτέλεσμα το α΄ τρίμηνο του 2023 να διαμορφωθεί σε 10,8%. Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας των τελευταίων ετών και το σχεδόν μηδενικό παραγωγικό κενό, το ποσοστό στην Ελλάδα παραμένει υψηλό σε σχέση με αυτό των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επιτρέπει εφησυχασμό ως προς τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας.
Στον εξωτερικό τομέα το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του α΄ τετραμήνου του 2023 βελτιώνεται κατά 3 δισ. ευρώ σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2022, κυρίως λόγω των μειωμένων τιμών ενέργειας, των αυξητικών τάσεων των εξαγωγών και των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, καθώς των εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αναμένεται να διατηρηθεί όμως σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το 2026 και αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και στενής παρακολούθησης δεδομένου ότι επιδεινώνει τη διεθνή επενδυτική θέση της χώρας. Από την άλλη πλευρά, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να δικαιολογηθεί σε ένα βαθμό λόγω της αυξημένης ζήτησης για εισαγόμενα κεφαλαιουχικά προϊόντα, η οποία συνδέεται με τις υψηλές χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων που σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα έχουν θετικό αντίκτυπο για την οικονομία της χώρας.
Ευκαιρίες
Σημαντικές ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία αποτελούν η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, που ξεκίνησε το 2022 και συνεχίζεται το 2023, άρα η μείωση της απόστασης από τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, η πραγματοποίηση μιας σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η αξιοποίηση των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρούν τη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ικανοποιητικά επίπεδα και το κλίμα πολιτικής σταθερότητας.
Προκλήσεις
Υπαρκτές είναι ωστόσο, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, εξωγενείς προκλήσεις και αβεβαιότητες αναφορικά με το θετικό μακροοικονομικό σενάριο της ελληνικής οικονομίας όπως, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, η οικονομική στασιμότητα σε χώρες της Ευρώπης, η όξυνση της ενεργειακής κρίσης, η επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής και η συνεχιζόμενη περιοριστική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στο δημοσιονομικό πεδίο η οικονομία κατέγραψε θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα με πρωτογενές πλεόνασμα για το 2022 στο 0,1% του ΑΕΠ και με πρόβλεψη στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2024-26 για αντίστοιχο πλεόνασμα το 2023 στο 1,1% του ΑΕΠ. Η ταμειακή εκτέλεση του προϋπολογισμού εξελίσσεται ικανοποιητικά τους πρώτους μήνες του 2023 με σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων περίπου κατά 1,5 δισ. ευρώ έναντι του στόχου στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023, κυρίως λόγω αύξησης των εισπράξεων από φόρους σε όλους τις κατηγορίες και αύξησης των μεταβιβάσεων. Θετική είναι η επίδραση της ψηφιοποίησης του φορολογικού συστήματος στην πλευρά των εσόδων, με βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και αύξησης της φορολογικής βάσης.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας για το 2023 υπόκεινται όμως σε αβεβαιότητα και συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υλοποίηση του μακροοικονομικού σεναρίου. Επιπλέον, οι αυξήσεις στις τιμές εξακολουθούν να πιέζουν τις δημόσιες δαπάνες εκτός του αναμενόμενου επιπέδου, ιδιαίτερα στους μισθούς του δημοσίου και τις κοινωνικές παροχές.
Το δημόσιο χρέος της χώρας, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση εντός του 2022 κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, με πρόβλεψη για το 2023 στο 162,6% του ΑΕΠ, παραμένει το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα από τα υψηλότερα διεθνώς. Η ισχυρή μεγέθυνση, ο πληθωρισμός και η φορολογική συμμόρφωση αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες για την αξιοσημείωτη αυτή αποκλιμάκωση, η οποία υπό προϋποθέσεις αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια με πρόβλεψη για 135% του ΑΕΠ το 2026. Μεσοπρόθεσμα, η διάρθρωση του δημοσίου χρέους ελαχιστοποιεί τους κινδύνους για τη βιωσιμότητα του, παρόλα αυτά μακροπρόθεσμα, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του σε όρους αγοράς αναδεικνύει σοβαρή αβεβαιότητα, και απαιτεί δημοσιονομική επαγρύπνηση.