Το όνειρο του καθενός για μια… καλύτερη ζωή «πραγματοποιεί» κάθε εβδομάδα η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων από την ίδρυση της το 1929 έως σήμερα, με την έκδοση των ομώνυμων λαχνών. Λαϊκό Λαχείο, Εθνικό Λαχείο, Πρωτοχρονιάτικό Λαχείο, το καθένα με τη δική του ιστορία συμμετέχει ενεργά στο οικονομικό γίγνεσθαι είτε με την απόδοση των κερδών στους τυχερούς κατόχους των λαχνών είτε με την απόδοση των αδιάθετων κερδών για την ενίσχυση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Η αρχική ονομασία της «Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων» ήταν «Υπηρεσία Λαχείων» και ιδρύθηκε με προεδρικό διάταγμα τον Ιούλιο του 1929. Επτά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1936, μετονομάστηκε σε «Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων» διακριτό τίτλο που διατηρεί έως σήμερα. Η Δ.Κ.Λ είναι η αρμόδια αρχή για την έκδοση, κυκλοφορία και διαχείριση και των τριών λαχνών (Λαϊκού, Εθνικού και Ειδικού Κρατικού) και υπάγεται στις αρμοδιότητες του εκάστοτε υπουργού Οικονομικών και οργανικά ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών.
Διοικείται από εννεαμελή επιτροπή η οποία αποτελείται από τον Γ.Γ του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ο οποίος έχει την ιδιότητα του Προέδρου. Ακολουθούν ο πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του κράτους, ο επικεφαλής της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής, δύο υψηλόβαθμα στελέχη (βαθμός α) του υπουργείου Οικονομικών, τρία ιδιωτικά μέλη και ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων.
Τα έσοδα των λαχνών σε ένα ποσοστό περίπου 50% καταβάλλονται στους κερδισμένους και τα υπόλοιπα στο δημόσιο. Το καθαρό προϊόν του Λαϊκού και του Εθνικού Λαχείου εισάγεται ολόκληρο στον κρατικό προϋπολογισμό και αποτελεί δημόσιο έσοδο, ενώ του Ειδικού Κρατικού περιέρχεται μεν στο Δημόσιο αλλά μέσω κοινών αποφάσεων των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αντίληψης διατίθεται εξ ολοκλήρου σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στα δεκάδες χρόνια λειτουργίας του, η μοναδική περίοδος που κινδύνευσε η έκδοση του Λαϊκού Λαχείου ήταν τον Οκτώβριο του 1944, όπου λόγω του πληθωρισμού σχεδόν μηδενίστηκαν οι πωλήσεις του και η υπηρεσία κινδύνευσε να κλείσει. Διεσώθη τότε όταν τα έξοδα της υπηρεσίας ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών. Η πώληση του Λαϊκού Λαχείου γίνεται μέσω πρακτόρων και λαχειοπωλών (15.000 άτομα) και από αντιπροσώπους των πρακτόρων (5.000 άτομα) και μοιράζει στους τυχερούς το 61,5% των ακαθάριστων εισπράξεων του.
Το Εθνικό Λαχείο πρωτοκυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1937 με απόφαση της τότε διοικούσας επιτροπής. Τον Οκτώβριο του 1940 λόγω πολέμου αναστέλλεται η έκδοση του και επανεκδίδεται στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου με την ονομασία «Μέγα Λαχείο». Το Εθνικό Λαχείο μοιράζει στους τυχερούς το 65% των ακαθάριστων εισπράξεων του και η διάθεση του γίνεται από 210 περίπου πράκτορες και 5000 πωλητές και λαχειοπώλες.
Για την διάθεση του απαιτείται ειδική άδεια η οποία δίνεται κατόπιν υποβολής δικαιολογητικών και έγκριση από την διοικούσα επιτροπή και τις αρμόδιες ΔΟΥ. Το Ειδικό Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης, γνωστότερο ως Πρωτοχρονιάτικό εκδόθηκε το 1967 και η πρώτη του κλήρωση έγινε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Το Πρωτοχρονιάτικό Λαχείο είναι ένα απλό λαχείο που κυκλοφορεί μία φορά και η κλήρωση του γίνεται την τελευταία μέρα του χρόνου. Κυκλοφορεί σε σειρές των 100.000 γραμματίων και μοιράζει στους τυχερούς το 53% των ακαθάριστων εισπράξεων του.
Πάντως, τον τελευταίο χρόνο, η οικονομική κρίση αποτυπώνεται πλέον και στις πωλήσεις των κρατικών λαχείων οι οποίες φέτος είναι μειωμένες σε ποσοστό 16,89%, συγκρινόμενες με αυτές του έτους 2009. Η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται στις πωλήσεις του Πρωτοχρονιάτικου Λαχείου και είναι της τάξεως του 30,22%. Πέρσι το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο απέφερε έσοδα ύψους 52.532.000 εκατ. ευρώ έναντι των 36.656.000 εκατ. ευρώ της φετινής χρονιάς.
Αναλυτικά τα έσοδα φέτος από τη Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων είναι κατά 70.526.200 εκατ. ευρώ λιγότερα από τα αντίστοιχα του 2009. Το 2009 τα έσοδα ήταν 417.601.180 εκατ. ευρώ έναντι των 347.075.980 εκατ. ευρώ που έκλεισε η φετινή χρονιά.
Όπως επισημαίνει ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κρατικών Λαχείων κ. Δ. Δημόπουλος: «Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό που υφίστανται τα λαχεία από τα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ είναι οι βασικές αιτίες της μείωσης. Ο ΟΠΑΠ έχει την δυνατότητα να πριμοδοτεί τα παιχνίδια του ανεβάζοντας έτσι τις αποδόσεις για τους τυχερούς, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα αφού είναι καθορισμένο το ποσοστό που δίνουμε στο δημόσιο».