Την άρση των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, έγκαιρα και με συντονισμένο τρόπο, ζήτησε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, απευθυνόμενη προς τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωζώνης.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξής Τύπου, μετά τις ανακοινώσεις για αύξηση κατά 50 μονάδων βάσης των τριών βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, υπογράμμισε πως «τα μέτρα κρατικής στήριξης για την προστασία από τις επιπτώσεις των υψηλών τιμών θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και προσαρμοσμένα στη διατήρηση των κινήτρων για κατανάλωση λιγότερης ενέργειας».

«Καθώς οι τιμές της ενέργειας υποχωρούν, είναι σημαντικό να αρχίσει η άρση αυτών των μέτρων έγκαιρα και με συντονισμένο τρόπο», τόνισε και πρόσθεσε πως αν δεν τηρηθούν αυτές οι αρχές τότε είναι πιθανόν να αυξηθούν οι μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που θα απαιτούσε μια ισχυρότερη απάντηση στη νομισματική πολιτική».

Συμπλήρωσε ακόμη πως «σύμφωνα με το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και όπως αναφέρεται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2023, οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να προσανατολίζονται στο να καταστήσουν την οικονομία πιο παραγωγική και να μειώσουν σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος».

«Αύξηση επιτοκίων για να περιοριστεί ο πληθωρισμός»

Η Κριστίν Λαγκάρντ, αγνοώντας τις πιέσεις που δέχεται η χρηματοπιστωτική αγορά και τις εκκλήσεις των επενδυτών, προχώρησε τελικά στην αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, υποσχόμενη να περιορίσει τον πληθωρισμό. Πρόκειται για τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης των επιτοκίων που έχει καταγραφεί, παρότι υπήρξαν σενάρια που έκαναν λόγο για αναστροφή πορείας μετά τα «κανόνια» τραπεζών την τελευταία εβδομάδα, αρχής γενομένης από την πτώχευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ.

«Ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ στη συνέντευξη Τύπου. «Το διοικητικό συμβούλιο (σ.σ. της ΕΚΤ) παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να ανταποκριθεί όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ», σημείωσε, τονίζοντας ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας.

«Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη ώστε να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, αν χρειαστεί, και να διατηρεί την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», επισήμανε.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τις δηλώσεις της, απέφυγε να δεσμευτεί για τις μελλοντικές κινήσεις. Ανέφερε ωστόσο ότι «έχουμε ακόμη πολύ έδαφος να καλύψουμε» με δεδομένο ότι οι όποιες αποφάσεις θα ληφθούν λαμβάνοντας ύπόψιν τόσο τις προοπτικές του πληθωρισμού όσο και τη δυναμική του.

«Είναι επί του παρόντος αδύνατο να καθοριστεί η μελλοντική πορεία των επιτοκίων εν μέσω μιας αυξημένης αβεβαιότητας από τις ταραχές στις αγορές», είπε χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας πάντως ότι ο τραπεζικός τομέας στο σύνολό του βρίσκεται σε «πολύ, πολύ ισχυρότερη θέση» από ό,τι ήταν όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Πάντως, όπως αναφέρει το Reuters, οι μετοχές των τραπεζών της ευρωζώνης, μετά τις ανακοινώσεις της Λαγκάρντ υποχώρησαν σε χαμηλό δύο μηνών, πριν ανακάμψουν μερικώς.

Credit Suisse

Σημειώνεται πως οι τραπεζικές μετοχές σημείωσαν μεγάλη πτώση τις προηγούμενες ημέρες, τόσο μετά την πτώχευση της Silicon Valley Bank, όσο – και κυρίως – μετά την κατάρρευση της μετοχής της Credit Suisse. Η παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας, η οποία προσέφερε «σωσίβιο» 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Credit Suisse, αντέστρεψε το αρνητικό κλίμα και οδήγησε σε ανάκαμψη των τραπεζών την Πέμπτη.

Όμως τα προβλήματα παραμένουν, όπως και η ανησυχία της ΕΚΤ για τις εξελίξεις, οι οποίες την έφεραν ενώπιον του κρίσιμου διλήμματος της αντιμετώπισης του πληθωρισμού με την ταυτόχρονη ανάγκη διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εν μέσω αναταραχής. Ο πληθωρισμός, πρώτο θέμα στην ατζέντα της ΕΚΤ, είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι στις προηγούμενες κρίσεις και οι νέες εκτιμήσεις τον τοποθετούν πολύ πάνω από το στόχο του 2% έως το 20258. Ειδικότερα η ΕΚΤ προβλέπει πληθωρισμό – κατά μέσο όρο – 5,3% για το 2023, 2,9 το 2024 και 2,1% το 2025.

Παραδοχή των αρνητικών επιπτώσεων από την αύξηση των επιτοκίων

χρηματιστήριο

Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναγνώρισε πάντως ότι τα υψηλά επιτόκια έχουν αρχίσει να προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης, γεγονός που ήδη αντανακλάται στην επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της Τράπεζας για το ρυθμό ανάπτυξης τη διετία 2024 – 25. Όπως ανέφερε η ίδια η αύξηση των επιτοκίων στις αγορές έχει αντιστραφεί έντονα τις τελευταίες ημέρες μετά τις μεγάλες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αναγνώρισε ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ έχουν γίνει πλέον πιο ακριβά. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις έχει μειωθεί περαιτέρω τόσο , λόγω της χαμηλότερης ζήτησης όσο και των αυστηρότερων όρων με τους οποίους οι τράπεζες χορηγούν τα νέα δάνεια.

Όσον αφορά στον δανεισμό των νοικοκυριών η Κριστίν Λακγάρντ ανέφερε ότι έχει γίνει επίσης πιο ακριβός, ειδικά λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια που εφαρμόζουν οι τράπεζες οδήγησαν σε περαιτέρω επιβράδυνση της αύξησης χορηγήσεων νέων δανείων προς τα νοικοκυριά.