Αντιμέτωπη με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα τεθούν σε ισχύ από το 2024, θα βρεθεί η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές 2023. Η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας έχει εισέλθει στην τελική ευθεία με τις βόρειες χώρες να πιέζουν ασφυκτικά για επαναφορά σκληρών δημοσιονομικών κανόνων και υιοθέτηση αυστηρών και στοχευμένων πρακτικών και τις χώρες του νότου με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα να ζητούν επαρκείς μεταβατικές περιόδους. Η διαπραγμάτευση αναμένεται να είναι δύσκολη.
Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις περνούν από τις Βρυξέλλες όπου βρίσκεται σήμερα (13/3) ο Χρήστος Σταϊκούρας για τη συνεδρίαση υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Στις 31 Δεκεμβρίου 2023 λήγει η αναστολή των δεσμεύσεων που για χρόνια ίσχυαν σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά από σήμερα κιόλας μπαίνουν οι βάσεις για «νέου τύπου» ελέγχους και εποπτεία των χωρών. Αν επέλθει συμφωνία, οι τελικές ανακοινώσεις μπορεί να γίνουν στο ανώτατο επίπεδο από τη Σύνοδο των ηγετών της ΕΕ, στις 23-24 Μαρτίου.
Η διαπραγμάτευση για τη χώρα μας, αναμένεται να οδηγήσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ από το 2024 και μετά , από 0,7% που είναι ο φετινός στόχος στον κρατικό προϋπολογισμό και από πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2022, με βάση τον προϋπολογισμό. Αυτή η προσαρμογή σημαίνει εξοικονόμηση 2,6 δισ. ευρώ, επιπλέον της εξοικονόμησης 4,6 δισ. φέτος, που προβλέπεται με βάση τη διαμόρφωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,6% του ΑΕΠ το 2022. Το οικονομικό επιτελείο δεν κρύβει ότι προσδοκά , στη διαβούλευση που θα γίνει με την Κομισιόν, ο στόχος που θα τεθεί να είναι χαμηλότερος, αν και με την εικόνα που υπάρχει αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται εφικτό κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών στις συζητήσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά της κάθε οικονομίας αλλά και η βιωσιμότητας του χρέους ώστε να αποφευχθούν πολιτικές λιτότητας. Όπως αναφέρουν ,η Ελλάδα συμμετέχει –στις συζητήσεις αυτές ενεργά και δημιουργικά, με υπεύθυνες και εμπεριστατωμένες προτάσεις και με στόχο η νέα οικονομική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διασφαλίζει ότι η μεσομακροπρόθεσμη ευστάθεια και βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών θα συνδυάζεται με την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.
Οι ελληνικές θέσεις
Σε αυτή τη βάση, οι βασικές ελληνικές θέσεις είναι:
- Η μείωση χρέους με βάση τον οικονομικό κύκλο (πχ άλλο ποσοστό όταν υπάρχει ανάπτυξη, άλλο όταν υπάρχει επιβράδυνση της οικονομίας) και όχι σε σταθερά βήματα (ετήσια μείωση 1/20 ανά έτος για το ποσοστό του χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ).
- Η διατήρηση του ανώτατου ορίου ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, αλλά με βάση τις «καθαρές» πρωτογενείς δαπάνες που αποδέχτηκε και προτείνει και η Κομισιόν.
- Να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος, οι δαπάνες για επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
- Να εξαιρούνται και οι αμυντικές δαπάνες για χώρες που έχουν τη φύλαξη των Ευρωπαϊκών συνόρων απέναντι σε εξωτερικές απειλές (ανάλογο αίτημα εκφράζουν και χώρες όπως η Πολωνία, Φινλανδία κ.ά).
- Να υπάρξει ένα πανευρωπαϊκό δημοσιονομικό «εργαλείο», κατ’αναλογίαν του Ταμείου Ανάκαμψης, για να επανέρχονται τα υπερχρεωμένο κράτη σε τροχιά ανάπτυξης ώστε να συνεχίζουν τη δημοσιονομική τους προσαρμογή.
Σοβαρές διαφορές καταγράφονται και πάλι μεταξύ των κρατών μελών, με τις χώρες του βορρά όπως αναφέρθηκε να ζητούν υψηλά πλεονάσματα και επαναφορά σε λογικές σφιχτών δημοσιονομικών πολιτικών, πιέζοντας ασφυκτικά τις Βρυξέλλες να προχωρήσουν σε προτάσεις που επαναφέρουν εμφατικά τις λογικές σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σημειώνεται ότι τα σημεία που επικεντρώνεται στο σχέδιο εργασίας, που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν να κάνουν με τη γενική ρήτρα διαφυγής, η οποία ανέστειλε τη δημοσιονομική προσαρμογή για τα κράτη-μέλη λόγω της πανδημίας, με το εάν πρέπει να ανοίξουν οι «διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος» για τα κράτη-μέλη αυτό ή το επόμενο έτος, (για κράτη με ελλείμματα και επίπεδα χρέους πάνω από τα όρια που ορίζει το Μάαστριχτ στο 3% και 60% αντίστοιχα). Τέλος η Επιτροπή βάζει στο τραπέζι κι άλλο ένα σημείο που άμεσα αφορά την Ελλάδα και έχει να κάνει με το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα εφαρμοστεί το επόμενο έτος, καθώς οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν και οι νέοι δεν έχουν συμφωνηθεί ακόμα.