Να μειωθεί το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ για τους καταναλωτές μέσης και υψηλής τάσης, στο επίπεδο του 1 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ζητά με επιστολή του προς την υπουργό Περιβάλλοντος, το ΕΒΕΑ. Κοινή ανακοίνωση ΕΣΗΑΠΕ – ΕΛΕΤΑΕΝ – ΣΕΦ.
Αναλυτικότερα, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος απέστειλε σήμερα την εξής επιστολή προς την Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Τίνα Μπιρμπίλη με θέμα την αύξηση του Ειδικού Τέλους Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας:
«Με την επιστολή αυτή, θα θέλαμε να ζητήσουμε την παρέμβασή σας στο θέμα του Ειδικού Τέλους για τις ΑΠΕ, το οποίο εξελίσσεται σήμερα σε θηλιά στο λαιμό της ελληνικής βιομηχανίας.
Το καλοκαίρι του 2010 το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής επέβαλε αύξηση του τέλους ΑΠΕ για τους καταναλωτές μέσης και υψηλής τάσης, από 0,3 σε 5,57 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η αύξηση αυτή αντιστοιχεί σε ποσοστό 1.756% και εκτιμάται ότι επιβάρυνε το κόστος ενέργειας της βιομηχανίας κατά τουλάχιστον 15%, σε μια περίοδο όπου η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης εξαιτίας της κρίσης.
Σήμερα, πληροφορούμαστε ότι το ΥΠΕΚΑ εξετάζει εισήγηση για νέα αύξηση του τέλους ΑΠΕ, στα 7,18 ευρώ ανά μεγαβατώρα και κατάργηση του ετήσιου πλαφόν, που προβλέπεται από το νόμο 2773/99. Εφόσον υλοποιηθεί η πρόταση αυτή, αναμένεται ότι θα επιβαρύνει τους πελάτες μέσης και υψηλής τάσης με ποσά από 3,5 ως και 19 εκατ. ευρώ, ανάλογα με το μέγεθός τους.
Είναι προφανές ότι αυτή η πολιτική απειλεί άμεσα, όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα αλλά ακόμα και τις προοπτικές βιωσιμότητας των ελληνικών βιομηχανιών.
Επιβαρύνει τη λειτουργία τους με ένα τεράστιο κόστος, το οποίο κάτω από τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατον να απορροφήσουν. Παρακαλούμε σημειώστε ότι η επιβάρυνση αυτή κυριολεκτικά τορπιλίζει τις προσπάθειες των εξαγωγικών εταιρειών, οι οποίες όπως είναι γνωστό δραστηριοποιούνται σε ένα άκρως προβληματικό περιβάλλον που τους δημιουργεί πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στην διεθνή αγορά.
Σε μια εποχή όπου το ζητούμενο για τη χώρα μας είναι η έξοδος από την ύφεση και διατήρηση των θέσεων εργασίας, οι επιχειρήσεις δέχονται ένα ακόμη πλήγμα. Μετά την αύξηση της φορολογίας και την επιβολή διαδοχικών έκτακτων εισφορών, σήμερα καλούνται ουσιαστικά να πληρώσουν και το λογαριασμό της πολιτικής για τις ΑΠΕ.
Σε μια εποχή όπου το ζητούμενο είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, η πολιτική αυτή δημιουργεί ένα επιπλέον εμπόδιο στα ήδη υπάρχοντα.
Σε μια εποχή, τέλος, όπου το ίδιο το Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, καλεί για μείωση των τιμών στην αγορά κατά 30%, η συγκεκριμένη
πολιτική αυξάνει το κόστος παραγωγής και κατ’ επέκταση το κόστος για τους καταναλωτές.
Με βάση τα παραπάνω, ζητούμε να μειωθεί το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ για τους καταναλωτές μέσης και υψηλής τάσης, στο επίπεδο του 1 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Υποστηρίζουμε ενεργά το στόχο της ενίσχυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στη χώρα μας. Καλούμε ωστόσο την κυβέρνηση να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους για τη χρηματοδότηση της πολιτικής που ακολουθεί σήμερα σε αυτό τον τομέα. Γιατί το βέβαιο είναι ότι η ελληνική βιομηχανία δεν αντέχει να επωμιστεί αποκλειστικά αυτό το βάρος».
Κοινή ανακοίνωση ΕΣΗΑΠΕ – ΕΛΕΤΑΕΝ – ΣΕΦ
Αλήθειες και Ψέματα για το «Τέλος ΑΠΕ»
Τη δυσαρέσκειά τους για το κλίμα κατασυκοφάντησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) εκφράζουν με κοινή ανακοίνωσή τους τρεις συλλογικοί φορείς της αγοράς ΑΠΕ, η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ), ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ) και ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ).
Οι προαναφερόμενοι φορείς στηλιτεύουν τις συντονισμένες προσπάθειες ορισμένων να εμφανίσουν τις ΑΠΕ ως υπεύθυνες για αδικαιολόγητη επιβάρυνση των καταναλωτών μέσω διαδοχικών αυξήσεων του λεγόμενου «Τέλους ΑΠΕ» και τεκμηριώνουν ότι οι συγκεκριμένες αυξήσεις, αντί να υποστηρίζουν χρηματοδοτικά την ανάπτυξη της καθαρής ενέργειας στη χώρα μας, τελικά καταλήγουν να αυξάνουν την κερδοφορία των προμηθευτών των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το ποσοστό του μεριδίου της αγοράς που κατέχει κάθε ένας από αυτούς.
Οι φορείς επισημαίνουν ότι η διαφάνεια και η άρση των στρεβλώσεων και της χειραγώγησης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι ο μόνος δρόμος για την λύση του προβλήματος και προτείνουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εκ μέρους της Πολιτείας σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η ανακοίνωση έχει ως εξής:
Σε αντίθεση με την εικόνα που τεχνηέντως επιχειρείται να καλλιεργηθεί ότι η επιβολή αυξήσεων του «Τέλους ΑΠΕ» είναι δήθεν προς όφελος των παραγωγών ενέργειας από ΑΠΕ, η πραγματικότητα είναι ότι οι αυξήσεις του Τέλους αυτού επιβάλλονται για να παραμείνουν οι προμηθευτές των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας οι μοναδικοί ωφελημένοι παράγοντες της στρεβλής και χειραγωγούμενης Ελληνικής Αγοράς Ενέργειας, κατά το ποσοστό του μεριδίου της αγοράς που αναλογεί σε κάθε έναν από αυτούς.
Και αυτό γιατί, λόγω των στρεβλώσεων που επικρατούν στην αγορά, αγοράζουν την παραγωγή των ΑΠΕ φθηνά (πολύ κάτω του πραγματικού κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα) και την πωλούν στους καταναλωτές ακριβά (τιμή λιανικής + μετακύλιση αύξησης Τέλους ΑΠΕ). Κερδίζουν δηλαδή – ενώ δεν πρέπει – τη διαφορά του πραγματικού κόστους παραγωγής από τη φθηνή και τεχνητά χαμηλή τιμή της ημερήσιας χονδρεμπορικής αγοράς, στην οποία αγοράζουν. Ταυτόχρονα, το άδικο αυτό κέρδος αυξάνει το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ. Για να καλυφθεί το εν λόγω έλλειμμα, αυξάνεται το λεγόμενο «Τέλος ΑΠΕ».
Έτσι, ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει ποσά (το λεγόμενο «Τέλος ΑΠΕ») που του λένε ότι αποσκοπούν στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, ενώ στην πραγματικότητα αυξάνουν – χωρίς να πρέπει – τα κέρδη του κάθε προμηθευτή, τόσο περισσότερο όσο περισσότερους καταναλωτές τροφοδοτεί.
Κατά συνέπεια, κακώς γίνεται λόγος για «Τέλος ΑΠΕ». Αντίθετα, θα έπρεπε να μιλάμε για «Τέλος Μη ΑΠελευθέρωσης της αγοράς Ενέργειας» ή «Τέλος ΜΑΠΕ».
Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα, προκειμένου να υπάρξει στοιχειώδης διαφάνεια, ειλικρινής ενημέρωση του καταναλωτή και ισότιμη αντιμετώπιση των πηγών ενέργειας είναι να αναγράφεται διακριτά στα τιμολόγια λιανικής το πρόσθετο κόστος που αναλαμβάνουν οι καταναλωτές λόγω των ανωτέρω στρεβλώσεων και να μην ενσωματώνεται αυτό στο λεγόμενο «Τέλος ΑΠΕ». Επίσης, πρέπει επιτέλους να ενεργοποιηθούν οι σχετικές διατάξεις του Ν.3851/2010 για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος του ΔΕΣΜΗΕ από άλλες πηγές που πληρώνει ο καταναλωτής και οι οποίες δεν αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια (π.χ. τέλος υπέρ ΕΡΤ).
Φυσικά, η μόνιμη και τίμια λύση είναι η διαμόρφωση μιας αγοράς όπου η τιμή θα αντανακλά το πραγματικό κόστος παραγωγής και έτσι ο καταναλωτής θα γνωρίζει τι πληρώνει και για ποιόν τα πληρώνει. Μέχρι τότε δε, να καλύπτει το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ αυτός που το δημιουργεί.
Αναλυτικότερα σημειώνουμε τα εξής:
1. Το “τέλος ΑΠΕ” προκύπτει από τη διαφορά που δημιουργείται μεταξύ της Οριακής Τιμής του Συστήματος (ΟΤΣ) – που θεωρητικά (και μόνον) αντανακλά το κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα – και του κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ. Η διαφορά αυτή, όταν είναι αρνητική, συνιστά έλλειμμα, το οποίο επιμερίζεται αναλογικά σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, εισπράττεται ως “τέλος ΑΠΕ” με την εξόφληση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και αποδίδεται στον ΔΕΣΜΗΕ. Έτσι ο ΔΕΣΜΗΕ καλύπτει το προαναφερόμενο έλλειμμα. Το έλλειμμα αυτό αυξάνεται όταν αυξάνεται η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και παράλληλα η ΟΤΣ παραμένει σε χαμηλά επίπεδα ή μειώνεται.
2. Οι μοναδικοί ωφελημένοι από τη διατήρηση της ΟΤΣ σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα, όταν αυξάνεται η παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, είναι οι προμηθευτές καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το μερίδιο της αγοράς που ο κάθε ένας τους ελέγχει. Παραθέτουμε ένα απολύτως ενδεικτικό αριθμητικό παράδειγμα βασισμένο σε πρόσφατες τιμές:
Όταν η ΟΤΣ είναι π.χ. 40 €/MWh και οι ΑΠΕ (σήμερα κυρίως αιολικά) διαθέτουν 400 ΜW ισχύος κατά μέσο όρο ανά ώρα, οι προμηθευτές αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια από τις ΑΠΕ στην τιμή αυτή, δηλαδή στα 40 €/MWh, και την πωλούν στα 75 €/ΜWh περίπου, πλέον των λοιπών χρεώσεων που επιβάλλονται για διάφορους λόγους (χρήση συστήματος, επικουρικές υπηρεσίες, ΥΚΩ, κ.α.). ΄Ετσι κερδίζουν, χωρίς να πρέπει, 35 €/MWh.
Παράλληλα, ο ΔΕΣΜΗΕ χρεώνεται με το ποσό των 47,85 €/ΜWh, το οποίο προκύπτει ως η διαφορά της ΟΤΣ (40 €/ΜWh) από την τιμή διάθεσης της αιολικής ισχύος στο Σύστημα (87,85 €/MWh).
Επομένως, σε ημερήσια βάση οι προμηθευτές κερδίζουν από την αγοραπωλησία των 400 MW αιολικής κυρίως ισχύος 400 MWh x 35 €/MWh x 24 h = 336.000 €, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν έλλειμμα στον ΔΕΣΜΗΕ (και επομένως στον Έλληνα καταναλωτή) 400 MWh x 47,85 €/MWh x 24 h = 459.360 €. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος των 47,85 € ανά MWh ΑΠΕ (ή 459.360 € ανά ημέρα), δεν δημιουργείται από τις ΑΠΕ αλλά από τη στρεβλή αγορά ενέργειας, η οποία, αν λειτουργούσε ορθολογικά και αντανακλούσε το πραγματικό κόστος παραγωγής, θα οδηγούσε το έλλειμμα στο επίπεδο των 12,85 €/MWh (ή 123.360 € ανά ημέρα), ήτοι μόλις στο ¼ του φαινόμενου ελλείμματος.
3. Για να φανεί πόσο παράλογη είναι η οργάνωση της αγοράς, υπογραμμίζουμε ότι με τον μηχανισμό αυτό, όταν η χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρισμού (η ΟΤΣ) πέφτει, το ποσό που πληρώνει συνολικά ο καταναλωτής αντί να μειώνεται, αυξάνεται (!) επειδή δημιουργείται η ανάγκη να αυξηθεί το λεγόμενο “τέλος ΑΠΕ”, ακριβώς για να καλυφθεί το πρόσθετο κέρδος του προμηθευτή.
Έτσι, η από καιρού εις καιρόν διατήρηση ή και μείωση της ΟΤΣ σε “αφύσικα” χαμηλά επίπεδα, όπως αυτά που διαμορφώνονται τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν ως άμεσα θύματα τις ΑΠΕ αλλά και κάθε ενεργειακό καταναλωτή, ο οποίος καλείται να πληρώσει τη διατήρηση μιας στρεβλής και χειραγωγούμενης αγοράς.
4. Τέλος αξίζει να υπενθυμίσουμε για μια ακόμη φορά ότι η αξιοποίηση των ΑΠΕ αποφέρει πολλαπλά και σημαντικότατα οφέλη – περιβαλλοντικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά – για τη χώρα και μάλιστα σε μία περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, από 1/1/2013, όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας με συμβατικά ρυπογόνα καύσιμα, θα επιβαρύνονται με τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων (που σήμερα είναι εν πολλοίς δωρεάν), αλλιώς δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν. Το πρόσθετο αυτό κόστος θα το επιβαρυνθούν οι καταναλωτές. Ομοίως, οι καταναλωτές επιβαρύνονται ήδη με 500 εκατ. ευρώ ετησίως επιδοτώντας την ακριβή ηλεκτροπαραγωγή με πετρέλαιο στα νησιά. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ μειώνει και τα δύο αυτά κόστη (ρύπων και ενεργειακής τροφοδοσίας νησιών). Γι αυτό – και για πολλούς άλλους λόγους – θα έπρεπε να προάγεται αντί να δυσφημείται.