Ως εφικτή εκτιμά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023, κατά πάσα πιθανότητα το δεύτερο εξάμηνο, ο επικεφαλής του ESM για την Ελλάδα Paolo Fioretti. Μιλώντας στο συνέδριο του Economist, ο κ. Fioretti, σημείωσε πως είναι προτιμότερο σήμερα να μιλά για την Ελλάδα παρά για τη χώρα του , την Ιταλία, όπου οι προκλήσεις είναι μεγαλύτερες.
Στο συνέδριο του Economist τοποθετήθηκαν και οι τρεις εκπρόσωποι των «θεσμών», από τον ESM , την ΕΚΤ (Martin Bijsterbosch) και την Ε.Ε (Julia Levanti) όπου τα πρόσωπα έχουν αλλάξει μετά την έξοδο της Ελλάδας και από την ενισχυμένη εποπτεία. Και οι τρεις συμφώνησαν πως η δημοσιονομική σταθερότητα , η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση των διαδικασιών μείωσης των κόκκινων δανείων με την παράλληλη δημιουργία capital buffers από την πλευρά των τραπεζών αποτελούν «κλειδιά» για την καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σύμφωνα με τον P. Fioretti το βασικό σενάριο προβλέπει ανάπτυξη για την Ελλάδα και το 2023, αν και υπάρχει και ένα δυσμενές σενάριο ήπιας ύφεσης, το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί.
«Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει καθώς εισήλθε στην κρίση από καλύτερη δημοσιονομική θέση η οποία της επέτρεψε να λάβει μέτρα στήριξης ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έκαναν την οικονομία πιο ανθεκτική», σημείωσε κατά την διάρκεια της ομιλίας του. Παράλληλα, καλωσορίζοντας τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, υποστήριξε πως πρωτογενές πλεόνασμα 1% το 2023 σημαίνει πως δεν θα υπάρξει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για έξτρα μέτρα στήριξης και υπ΄αυτό το πρίσμα ίσως χρειάζεται εξοικονόμηση δημοσιονομικού χώρου εφέτος ώστε να υπάρξει περιθώριο για το επόμενο έτος.
Από την πλευρά του, μιλώντας νωρίτερα, ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής σταδιακά και με ευελιξία, μέχρι τα επιτόκια να επανέλθουν στο λεγόμενο ουδέτερο επίπεδο ή και υψηλότερο αυτού. Όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας οι καλύτερες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλονται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες εισπράξεις από τον τουρισμό αλλά και τις εισροές από το RRF καθώς και στο φαινόμενο της «καταπιεσμένης ζήτησης».